Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 10
— Τόδωκε απ' την καταρρήχωση, χάμου...
— Και τον εχούιαξες;... Δεν τον επρόκαμες;
— Έφαγα κατραπακιά!... Α! μα φευγάλα... Εφτά μίλια την ώρα!...
— Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά σείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε!
Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην:
— Για πού το 'βαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν.
Η Αμέρσα δεν απήντησε. Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο: «Εσύ ξέρεις».
— Τί κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ο ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε, τίποτα;
Η Αμέρσα ανένευσε.
— Τ' είχε και σ' εχάλευε;... Γύρευε να σε μαχαιρώση;
— Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ο δεύτερος.
Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος:
— Όχι!
— Αλήθεια, μη σ' εμαχαίρωσε; επέμενεν ο άνθρωπος.
Η Αμέρσα με φυσικήν επιφώνησιν, είπεν:
— Ο αδελφός μου, θελά με μαχαιρώση!
— Γιατί κάθεσ' αυτού, τί έχεις; Είσαι άρρωστη;
— Έχω θέρμη!
Η Αμέρσα δεν είχεν συλλογιστή ότι το πάτωμα, ή και η ψάθα, θα είχαν ίσως κηλιδωθή με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος, και ήτο αμφιλύκη εντός της οικίας. Εκτός τούτου το μέρος όπου είχε πέσει η αιματωμένη μάχαιρα, ευρίσκετο την στιγμήν ταύτην εις την σκιάν, όπισθεν της μονοφύλλου θύρας, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα, και φθανούσης μέχρι του τοίχου, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδον τας κηλίδας τας ερυθράς.
— Γιατί είχες βάλει μια φωνή; επέμενεν ο πρώτος χωροφύλαξ.
— Είχα πόνον και ζάλη, είπεν η Αμέρσα.
Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμεν ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας, συγκινηθέντες, εκοιτάχθησαν, και ο πρώτος είπε:
— Μα, πού είν' η μάννα της;
Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.
— Να εκείν' η γριά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μες στο σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ.
Είτε προσέθηκε:
— Δεν μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου;
Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίον της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.
* * *
Όλα ταύτα ήρχοντο συχνά εις την μνήμην της Αμέρσας, κ' επανήλθον ακόμη και κατά τας μακράς ώρας της νυκτός, τας εσπερινάς και ορθρίας, οπότε αύτη έχανε τον ύπνον της εις τον οικίσκον, πλησίον της κοιμωμένης Κρινιώς, της μικράς αδελφής, ενώ η μήτηρ των απούσα κατά τας αυτάς ώρας ηγρύπνει επί νύκτας τώρα, εις τον θάλαμον της λεχούς, εις την οικίαν της άλλης, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψεν εις τον οικίσκον μετά την νυκτερινήν έξοδον, την οποίαν είχεν επιχειρήσει, ως «αλαφροΐσκιωτη» που ήτον, κατ' ακολουθίαν του ονείρου εκείνου, είδεν εις το αμυδρόν φως της κανδήλας, της καιούσης εμπρός εις την μικράν παλαιάν και μαυρισμένην εικόνα της Παναγίας, είδεν ότι η μικρά αδελφή της, το Κρινιώ, εκοιμάτο ακόμη, και δεν εφαίνετο να είχε σεισθή από την θέσιν της. Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ήρεμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση.
Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι. Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη»; Αυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι ή ν' αφήνωσι παράδοξον εντύπωσιν. Και αυτά τα ψεύματά της, όσα έλεγε, εγίνοντο ακούσιαι αλήθειαι δι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίον είχεν υποστή από τον αδελφόν της, απαντώσα εις τας εταστικάς ερωτήσεις του χωροφύλακος, έλεγεν: «Είχα πόνο και ζάλη!» Και συγχρόνως άμα τω λόγω αυτώ, της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της.
Η Αμέρσα, κατεκλίθη εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν εκοιμήθη. Αι αναμνήσεις εξηκολούθουν να της έρχωνται, ραγδαία, καίτοι ολιγώτερον τυραννικαί και μελανόπτεροι ή όσον εις την μητέρα της. Και κατά τας μακράς εκείνας ώρας δεν έπαυσε ν' αναλογίζεται καθ' εαυτήν την τύχην του αδελφού της, του Μούρου, όστις ευρίσκετο, τώρα εις το δεσμωτήριον της Χαλκίδος.
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις