Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 15
Ζ'
Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμυρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει. Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτίλιον του λύχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβήσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον.
Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω, της άκρας ηρεμίας.
— Τ' είναι μάννα; είπε.
Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη, την εκοίταξεν εις το φως του λυχναρίου.
— Τ' είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;
— Μου φάνηκε πως κάτι είπες... πως μ' εφώναξες, μες στον ύπνο μου.
— Εγώ;... όχι. Τ' αυτιά σου κάμανε.
— Τί ώρα να είναι, μάννα;
— Τί ώρα; ξέρω 'γω;... Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι.
— Και συ δεν εκοιμήθης, μάννα;
— Εχόρτασα τον ύπνο καλά... Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.
Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον του σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν.
— Έχει σβήσει το καντήλι, μάννα· δεν το άναβες;
— Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθιά.
— Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς το 'παθε;
— Ησύχασε κι αυτό τώρα πλια, είπεν η γραία.
— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα.
— Ε! τι να γίνη...Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία.
— Τί λες, μάννα;
Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τί να είπη.
— Δεν κάνεις τον κόπο ν' ανάψης το καντήλι, μάννα;
— Αν θέλης, σηκώσου συ κι άναψε το· δεν έχω χέρια...
— Πώς!
— Πιάστηκε πλια το χεράκι μου.
— Τί λες; Σε καλό σου, μάννα· εγώ που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το καντήλι;
Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθεν πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας.
Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν.
— Τί έχεις, μάννα;
Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.
— Δεν είναι καλά το παιδί;
Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου.
Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον.
— Τ' είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς.
Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις