Λογοτεχνία

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Φόνισσα [50 σελ.]

Εκδόσεις Ελπήνωρ
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Διογένης (αναγνώστης TLG)
Διαχείριση γραμματοσειρών
Η Εικόνα του Χριστού
Εικονική Γη / Παγκόσμιος Άτλας
Ορθόδοξες Γιορτές (Ημερολόγιο)
Socializer! για να μοιράζεσαι το διαδίκτυο
Πολυτονικός συλλαβισμός στο Word
Εκμάθηση γρήγορης πληκτρολόγησης
Power Copy

        » Περισσότερα

Σελ 31

Πριν φθάση εις το μέρος, όπου ο δρόμος αποτόμως ανηφόριζε, καθώς διήρχετο έξω από ένα περιβόλι, φραγμένον με πυκνούς βάτους και θάμνους υψηλούς και εν μέρει με τοιχογύρισμα, εντός του οποίου υπήρχον πολλών ειδών οπωροφόρα δένδρα, η Φραγκογιαννού κατά τύχην εσκόνταψεν εις τον δρόμον, έκαμε δε μικρόν θρουν, πεσούσα ελαφρώς επάνω εις ένα θάμνον. Αφήκε μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν.

Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγισμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της.

— «Ποιός να είναι;» είπε μέσα της.

Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος.

— Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά!... Ανοιχτά!

Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπούρα, του δραγάτη. Ενόησε τότε τί συνέβαινε. Το περιβόλι, έξωθεν του οποίου είχε σκοντάψει, ανήκεν εις τον τότε Δήμαρχον του τόπου. Εντός αυτού, σιμά εις τ' άλλα δένδρα, υπήρχον και ολίγαι κερασέαι, με καρπούς σχεδόν ωρίμους ήδη και περκάζοντας, μελανωπούς εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τα μαυροπράσινα φύλλα. Ο Ταμπούρας, μη έχων τι άλλο να φυλάξη, επειδή δεν ήτο ακόμη η ώρα των οπωρών ούτε των καρπών, εκοιμάτο εις το περιβόλι του Δημάρχου, εντός μικράς καλύβης με τον σκύλον του, κ' εφύλαγε τα κεράσια, μην τα κλέψουν οι δημόται του άρχοντος.

Φεύγουσα, ήκουεν ακόμα το γαύγισμα του σκύλου, συγχρόνως δε «αυτιάσθη» και της εφάνη ότι ήκουεν ανθρώπινα βήματα. Αλλ' ηπατήθη. Ίσως ήτο μάλλον αντίκτυπος και ηχώ των ιδίων βημάτων της. Φαίνεται ότι ο αγροφύλαξ μόλις είχε μισοξυπνήσει, κ' έβαλεν, ως εν υπνοβασία, μηχανικώς, την συνήθη φωνήν του. Είτα ευθύς πάλιν απεκοιμήθη.

Η Χαδούλα έγινεν άφαντη εις το ύψος του λόφου, όπισθεν των δένδρων. Εκεί εστάθη μίαν στιγμήν κ' έτεινε το ους. Τίποτε δεν ήκουεν ειμή το λάλημα ενός πουλιού, το σύριγμα ενός νυκτερινού εντόμου, και το φύσημα της αύρας. Τότε της ήλθαν εις τον νουν τα κεράσια, τα οποία είχε διακρίνει αμυδρώς στίλβοντα εις ένα κρεμάμενον κλώνα, εξέχοντα ολίγον έξω του φράκτου του δημαρχικού περιβολίου, σιμά εκεί όπου είχε σκοντάψει, και είπεν:

— Αχ! Και δεν έκαμα να φτάσω ένα κεράσι, να δροσίσω το στόμα μου, που είναι φαρμάκι. Ξέχασα να πιω μια σταξιά νερό πριν φύγω... Ας φτάσω στη βρύση, μια!

Τότε μόνον ενθυμήθη ότι δεν είχε πίει νερόν πριν εξέλθη από το κατωγάκι, όπου είχε διέλθει ολίγας αλλά τόσον μακράς εναγωνίους ώρας. Η Χαδούλα ανελογίσθη μετά πικρίας ότι όλα, και τα μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα και ανάποδα της ήρχοντο εις αυτόν τον κόσμον. Εάν είχε προμελετήσει να κλέψη ολίγα κεράσια από την κερασιά του Δημάρχου, θα επάτει μετά προσοχής, θα επλησίαζε μετά προφυλάξεως, και τότε πιθανώς ούτε ο δραγάτης ήθελεν εξυπνήσει, ούτε ο σκύλος ίσως θα εγαύγιζε. Αλλά διά να ευρεθή απρόσεκτη και αλλοφρονούσα, διά να μην κοιτάξη καλά πού πλησίον ευρίσκετο, επαραπάτησεν, έκαμε μικρόν θόρυβον, αρκούντα διά να ξυπνήση τον σκύλον και τον άνθρωπον. Όλα έτσι της ήρχοντο!

Άλλως, η δίψα της τώρα είχεν ερεθισθή με τον δρόμον τον ανωφερή. Έκοψε φύλλα ελαιοδένδρων και τα έβαλε μες στο στόμα της.


Προηγούμενη / Αρχική / Επόμενη σελίδα


        Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις

ELLOPOS Elpenor in Print \ Γιωργος Βαλσαμης



 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ   BLOG   HOME