Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 34
ΙΓ'Μετ' ολίγον τω όντι, αφού η Γιαννού εξήλθε της κρύπτης, και βαίνουσα παρά το ρεύμα ένευεν εδώ κ' εκεί αναζητούσα βότανα, επλησίασε το κοπάδι των προβάτων μεικτόν μετά τινων αιγών και ο βοσκός ενεφανίσθη. Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν, άρχισε να φωνάζει μακρόθεν:
— Και πού σ' αυτόν τον κόσμο, θεια-Γαρουφαλιά (Ο Λυρίγκος ανεγνώρισε το πρόσωπον, αλλά, φαίνεται, δεν ενθυμείτο καλώς το όνομα). Καλά που σ' ηύρα!... Ο Θεός σ' έστειλε!
— Τί να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβια, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου.
— Ξέρεις τίποτα, θεια-Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.
— Τί να ξέρω, γυιέ μου; είπεν υποκριτικώς η Φραγκογιαννού, απέχουσα να εξαγάγη τον άνθρωπον εκ της πλάνης όσον αφορά το βαπτιστικόν της όνομα, είτε επέφερεν: – Από τα ψες λείπω απ' το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα στα ρέματα.
— Άκουσε θεια-Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι.
— Γεννήσατε;
— Σπαργανίσαμε! Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντα χρόνια... όλο κοριτσούδια, το έρμο!
— Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντιση της φαμιλιάς σου!
— Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάννα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι... Όλο κάψη και σεκλέτι, το έρμο!
— Αλήθεια;
— Να ήθελες να μας έκανες τη χάρη, να περνούσες απ' το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια-Γαρουφαλιά;... Εκείνη η πεθερά μου δε φελάει τίποτα, τί σου κάμη;
— Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση... είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού.
Και μέσα της έλεγε: «Το ριζικό μου είναι πλιο! Ωχ Θε μου!»
— Ας νυχτώση... Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι.
Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν. Αλλ' ήτον ετοίμη να συναινέση.
Την ιδίαν στιγμήν, με την τελευταίαν ακτίνα του ηλίου, ήτις εχρύσωνε την κορυφήν του ανατολικού λόφου με τους ελαιώνας τους πολλούς, κ' έκαμνε να στίλβη το φύλλωμα των ελαίων, εφάνησαν δύο άνθρωποι κατερχόμενοι δρομαίοι από ένα μονοπάτι μεταξύ δύο ελαιώνων.
Η Φραγκογιαννού τους είδε πρώτη κ' ετρόμαξεν. Ο ήλιος, όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες.
Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεφε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ' έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς.
Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος:
— Πού πας, θεια-Γαρουφαλιά;
— Σιώπα! παιδί μου, του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό! Έρχονται ταχτικοί!... Να μην πης πως με είδες!
— Ταχτικοί;
— Να μη με μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε!... Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα' ρθω στο καλύβι σας...
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις