Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 36
Μαννούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
τον ριζικού μου από μακριά την πόρτα ν' αγναντέψω.
Στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ' κεί να βρω τη μοίρα μου, και να την ερωτήσω...
Της ήλθεν εις τον νουν ότι, ίσως οι «ταχτικοί» να την εκυνήγουν και την νύκτα ακόμη. Εάν αυτοί ανήρχοντο επάνω, εις τα μανδριά των βοσκών, κ' έμεναν εκεί να διανυκτερεύσουν;... Μήπως δεν είχαν χλωρήν μυζήθραν οι βοσκοί, ή μήπως δεν είχαν γάλα και στρογγυλιάτα, ή ακόμα και κόττες διά στραγγάλισμα και ψήσιμον, εις πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Εάν τυχόν κανείς από τους βοσκούς εγελάτο, κ' εδείκνυεν εις τους χωροφύλακας το μέσα μονοπάτι, τότε η αποχώρησίς της δεν θα εκόπτετο; Και ήτο απείρως δυσκολώτερον να καταβή, οπόθεν ανέβη, εκτός αν εγίνετο πτερόπους κ' έφευγε...
Είχε μέγα ενδιαφέρον να εμάνθανε τί του είπαν του Λυρίγκου οι δύο «ταχτικοί», και τί αυτός είπε. Το καλύβι του Λυρίγκου, το εγνώριζε, ήτον επάνω στην ράχιν, όπισθεν του βουνού, και απείχεν ως είκοσι λεπτά της ώρας. Τώρα, βέβαια, ο Λυρίγκος θα είχε μάθει το διατί αυτή κατεδιώκετο να συλληφθή και διά ποίαν πράξιν κατηγορείτο. Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε... Τί να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη;
Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο. Της εφάνη ότι ευρίσκετο αλλού, εις άλλον τόπον. Σιμά εις τον Αϊ-Γιάννην τον Κρυφόν, εκείνον τον Αγιον όστις εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους, κ' εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών· εκεί έξαφνα ευρέθη. Αντίκρυζε τον κήπον του Περιβολά, με την γυναίκα την κατάκλειστον εις την καλύβην, την άρρωστην. Έβλεπε την θύραν του φραγμένου κήπου, το πηγάδι, την στέρναν, το μάγγανον. Ήκουσεν ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μία βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν: «Φόνισσα!... Φόνισσα!...»
Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν: «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε;»
Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια: «Κύριε Ιησού...» Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς: «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ... Ιησού μακρόθυμε!»
Τότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος. Και τότε ωνειρεύθη οιονεί ότι εξαναέζη όλην την περασμένην ζωήν της. Και παραδόξως, μέσα εις τον ύπνον της, έβλεπε τα επίλοιπα εκ των ονείρων της παρελθούσης ημέρας. Έβλεπεν όχι πλέον ότι υπανδρεύετο ή προικίζετο, αλλά ότι εγέννα, και της εφάνη ότι είχε και τας τρεις κόρας της συγχρόνως, την Δελχαρώ, την Αμέρσαν και την Κρινιώ, μικράς, σχεδόν ομήλικας ως να ήσαν τρίδυμοι. Ότι αι τρεις, κρατούμεναι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπα των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζαν πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβον όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.
— Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη. — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησε μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε... στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάνε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!
Ω! αλήθεια, της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα! Αυταί αι τρεις μικραί κορασίδες ήσαν τα τέκνα της! Οποίος ορμαθός έμψυχος, ανθρώπινος!... Νεκρωμένος, βαρύς από το ύδωρ, αφρισμένος!... Πώς θ' αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρη, εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της! Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι αποδώ!» Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι. Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχον ανακαλύψει το κρυφό μονοπάτι, το καλύτερον ήτο να τρέξη προ του κινδύνου, και αν τους συνήντα καθ' οδόν, πιθανόν να εύρισκε διέξοδον όπισθεν της συστάδος των βράχων, χειρότερον δε θα ήτο αν την απέκλειαν εδώ εις αυτήν την στενούραν, εις το Κοχύλι.
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις