Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος Εἰσαγωγή, ἀνθολογία, μετάφραση: Γ. Βαλσάμης Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο: παράγγειλέ το url : www.ellopos.gr/symeon/default.asp © ELLOPOS 2005- |
Σελ 3
Ἡ Μετάληψη δὲν εἶναι ἐξάσκηση ὑποκριτικῆς τέχνης καὶ πειθαρχίας, νὰ θυμᾶμαι ὅτι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ἔγιναν τάχα σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τότε ἀντὶ ζωῆς προκύπτει ὁ ψυχοφθόρος σεβασμὸς ποὺ ταιριάζει σὲ μουσεῖα. Κοινωνία πραγματικὴ συμβαίνει ὡς αἴσθηση πέρα ἀπὸ ὑποχρεώσεις καὶ πεποιθήσεις — εἶναι χαρά, φῶς, ἕνωση μὲ τὸν Θεό, κατάργηση τύπων καὶ συμβόλων, ὅραση τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ προηγουμένως ἀνύπαρκτο δὲν θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ ὁποία δὲν ἀποτελεῖ παρὰ μόνο ἕνα τρόπο γιὰ τὴν ἴδια τὴν καθαρότητα, ἂν ἤδη ὑπάρχει, νὰ ἐνισχύεται. Οἱ ἐντολές, ὅταν τηροῦνται πραγματικά, δὲν εἶναι κἂν ἐντολὲς καὶ δὲν ἔχουν δυσκολία — φανερώνονται ἁπλὰ σήματα μιᾶς ὁδοῦ ποὺ διατρέχει τὸ πιὸ οἰκεῖο καὶ ἐπιθυμητό: “κι ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸ εἶδα, πιστέψτε με”, ὁμολογεῖ ὁ Συμεών, “εἶναι εὔκολη ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ... δὲν βρῆκα τίποτα κοπιαστικὸ ἢ λυπηρὸ ἢ δυσβάσταχτο, ὅταν προσέφυγα στὸν Θεὸ καὶ σωτῆρα μου ... ἔφθασα νὰ βλέπω ἀκόμα καὶ τὶς θλίψεις τοῦ βίου ποὺ μὲ βρίσκουν καὶ τοὺς πειρασμοὺς σὰν ἕνα τίποτα μπροστὰ ὄχι στὴν μέλλουσα, ἀλλὰ καὶ στὴν τωρινὴ Δόξα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ μοῦ φανερώνεται μέσα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα”.
Ἡ συμβατικὴ πίστη τὸ πολὺ νὰ ἀνάγεται στὸν ἀποφατισμὸ τοῦ μή περαιτέρω, σὲ ἄγονη βίωση γνωσιολογικῶν ὁρίων, ἀπ’ ὅπου εἰσπράττοντας ἀπογοήτευση ἐπιστρέφει σὲ μεγαλύτερη τυποκρατία καὶ τεχνητὴ εὐλάβεια, συχνὰ καὶ στὴν ὠμὴ ἀθεΐα. Στὴν ἄμεση ζωντανὴ προσωπικὴ σχέση ὁ ἀποφατισμὸς δὲν σημαίνει ἀγνωσία, ἀλλὰ βάπτιση τῆς συνείδησης στὸ ὑπερβαῖνον γνωστό, ποὺ ἂν καὶ προσιτὸ ἐμπειρικὰ ὑπὸ προϋποθέσεις, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀντάξιά του συμβολικὴ διατύπωση. “Ἂν λοιπὸν εἴμαστε νεκροί”, δίδασκε ὁ Συμεὼν στοὺς ἴδιους τοὺς μονάζοντες καὶ τοὺς ἱερεῖς, “ἐφόσον μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, προτοῦ ἑνωθοῦμε μαζί Του καὶ ζήσουμε, ἂς μή λέμε ὅτι τὸν ὑπηρετοῦμε. Γιατὶ πῶς γίνεται νὰ ὑπηρετήσουν κάποιον οἱ νεκροί;”