Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 25
— Η αμαρτία σε κυνηγά, μάννα, είπε δειλώς η Δελχαρώ.
— Σιώπα! Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάννα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινά εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της.
— Τί να πω κ' εγώ, η καημένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ.
— Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες!
Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη.
— Πού πας, μάννα;
— Στα βουνά, σου είπα!... Δώσε μου λίγο παξιμάδι.
Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξη το ερμάριον, κ' έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια.
— Δώσε μου και το καλάθι μου... κ' ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φραγκογιαννού... Βάλε μου κ' ένα χράμι μάλλινο μέσα... και τη μανδήλα μου... τα παλιοτσόκαρά μου... Δώσε μου και το ραβδί μου... ψάξε να το βρης!
Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.
— Πού θα πας, μάννα; επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου!
— Μην κλαις!... Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα... Ησυχία, εσείς φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου.
Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της.
Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτην βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε:
— Ξέρεις τί να κάμης;... Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά... Και συ, αυτήν την στιγμή, να τρέξης στο σπίτι... να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς... και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ' απ' το δρόμο: «Αμέρσα, είναι απάνω η μάννα;»...
....'Οχι, μη λες «είν' απάνω η μάννα»... μόνο να πης: «Αμέρσα, πώς είναι η μάννα, είναι καλύτερα; έχει σηκωθή;... Στο στρώμα είν' ακόμα;» Για να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη... Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά!... Τρέξε, γλήγορα!
Είτα προσέθηκε:
— Έχετε γεια... και καλή αντάμωση!...
Ευθύς ύστερον εξήλθε κ' η Δελχαρώ, τρέχουσα, μ' ελαφρόν βήμα, κι διευθύνθη προς την μητρικήν της οικίαν, να εκτελέση την εντολήν.
* * *
Η Φραγκογιαννού επήρε τον απάνω δρόμον, κατά τα Κοτρώνια, με δρομαίον βήμα. Εις την τελευταίαν απήχησιν του «καλή αντάμωση», το οποίον ευχήθη εις την κόρην της, ακουσίως προσέθηκε καθ' εαυτήν μετά πικράς ειρωνείας: «Ή εσάς θ' ανταμώσω εδώ – ή, τον αδελφό σας στην φυλακή θα πάω ν' ανταμώσω – ή, στον άλλο κόσμο θ' ανταμώσω τον πατέρα σας... κι αυτό είναι απ' τα τρία το σιγουρότερο!»
Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε: «Δεν το έκαμα για κακό».
Μόλις επροχώρησεν ολίγα βήματα, και εις τους τελευταίους σποραδικούς οικίσκους της πολίχνης, επάνω στους βράχους, καθώς εκατηφόριζε να φθάση στον αιγιαλόν, βλέπει τον Κυριάκον, τον κλήτορα της αστυνομίας, με το φέσι του με την κοντήν φούνταν, ή «γαλίπαν», όπως την έλεγαν, με τον καστανόν του στριμμένον μύστακα, και κρατούντα εις την χείραν το κοντόν ρόπαλόν του, πέριξ του οποίου εφαίνετο σκυταλοειδώς η επιγραφή «Ισχύς του Νόμου». Ούτος, συνοδευόμενος από ένα γέροντα απόμαχον, με στρατιωτικήν στολήν, ήρχετο από ένα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εις τον αιγιαλόν, όπου κατήρχετο και η Φραγκογιαννού, και μετά μικρόν εξ άπαντος θα την έφθανον, ή θα της έπαιρνον τα νώτα.
Ίσως η παρουσία του Κυριάκου εκεί, μαζί με τον απόμαχον, να ήτο τυχαία. Αλλ' η ένοχος γυνή, ως τους είδεν, εταράχθη, κ' ετάχυνε το βήμα. Της εφάνη δε ότι κ' εκείνοι το αυτό έκαμαν.
Τότε η Γιαννού, καθώς έφθασεν εις τον αιγιαλόν, κατ' αγαθήν συγκυρίαν, αίφνης είδεν ενώπιόν της ανοικτήν την θύραν μιας οικίας, λίαν γνωρίμου εις αυτήν, και ουδέ στιγμήν εδίστασε να υπερβή το κατώφλιον. Αμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην.
— Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξεν με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν.
Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα.
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις