Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 26
— Πού σ' αυτόν τον κόσμο, θεια-Χαδούλα; ηρώτησε.
— Μην τα ρωτάς, παιδί μου... Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού.
Είτα ανήσυχος ηρώτησε:
— Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης;
— Όχι, δεν είν'εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ... Αχ! θεια-Χαδούλα κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθω στο σπίτι σου να σου πω τα τρέχοντα...
— Έμαθες τίποτα;
— Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρη ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνηθίζουν.
— Και τί λέγανε;
— Ο ρηνοδίκης μαζί με τον αστυνόμο, θέλουν να σε συλλάβουν... Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες... Σ' έχουν ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μες στο πηγάδι.
— Ω! τρομάρα μου...
— Κ' έλεγα να 'ρθω να σου πω, για να κρυφτής, αν μπορέσης... Μα πώς βρέθηκες εδώ;
Η Φραγκογιαννού διηγήθη ότι, αφού, μετά την χθεσινήν ανάκρισίν της, εκατάλαβεν ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχη «στην μπούκα του τουφεκιού», ησθάνθη κι αυτή φόβον μη κακοπέση άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς, όπου έτυχε να ευρίσκεται σήμερον το δειλινόν, είχεν ιδεί τους χωροφύλακας να κατασκοπεύουν το δικό της το σπίτι· ότι απεφάσισε να φύγη στα βουνά· ότι, καθώς έτρεχαν εδώ κάτω, κατά τον αιγιαλόν, σκοπεύουσα να πάρη το κρυφόν μονοπάτι του βουνού, οπίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον Κυριάκον τον κλήτορα μαζί μ' ένα γερο-ταχτικόν, να έρχωνται κατόπιν της, αλλ' ότι κατά θείαν νεύσιν, ευρέθη κοντά στο σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξεύρει καλά από παλαιόν καιρόν «τα πάθια της», εφρόντισε να προσθέση, και ιδούσα την θύραν ανοικτήν, έσπευσε να εισέλθη, όπως εύρη άσυλον.
— Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα, παιδάκι μου... απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τα 'παθα. Έτσι να 'χης πολύ καλό, Μαρουσώ μου, δεν κοιτάζεις κρυφά, κρυφά από το παντζούρι εκείνο;... να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει;
Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκοίταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν:
— Είναι παραπέρα, εκεί... Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον... Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονα μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη.
— Και κοιτάζουν κατά δω;
— Κοιτάζουν στην αμμουδιά, πέρα.
Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της.
Η Μαρούσα την ώκτειρε.
— Δεν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;... Μη φοβάσαι... Ό,τι είναι, θα περάση... Κάθισε, να σου κάμω καφεδάκι να πιης.
Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνίου, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος.
Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.
— Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια-Χαδούλα... είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπον της αφ' ό,τι ήτο έγινεν ακόμη ερυθρότερον... Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου.
— Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! Επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.
— Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ.
Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε.
— Ο αφέντης μου, όπου είναι, θα 'ρθη... Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.
Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν.
— Πολύ καλό να 'χης, έλεγε. Δεν πάει κάτω, παιδί μου... Απ' το χολοσκασμό που έχω... Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου.
Είτε επέφερε:
— Δεν κάνεις τον κόπο να κοιτάξης πάλι απ' το παραθυράκι, έξω;... Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω;
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις