Λογοτεχνία

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Φόνισσα [50 σελ.]

Εκδόσεις Ελπήνωρ
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Διογένης (αναγνώστης TLG)
Διαχείριση γραμματοσειρών
Η Εικόνα του Χριστού
Εικονική Γη / Παγκόσμιος Άτλας
Ορθόδοξες Γιορτές (Ημερολόγιο)
Socializer! για να μοιράζεσαι το διαδίκτυο
Πολυτονικός συλλαβισμός στο Word
Εκμάθηση γρήγορης πληκτρολόγησης
Power Copy

        » Περισσότερα

Σελ 27

Η Μαρούσα υπήκουσεν.

— Εκεί είναι θεια-Χαδούλα... Έπιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.

— Και τώρα, πού να πάω;... Σαν έρθ' ο πατέρας σου;... Βασιλεψ' ο ήλιος... σουρούπωσε... θα νυχτώση.

Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν:

— Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωση σε λόγου σου, θεια-Χαδούλα... Πώς να το ξεχάσω!

— Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία.

— Και μπορώ να τ' αστοχήσω;... Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα.

— Ας είσαι καλά.

— Μου φαίνεται πως το καλύτερο είναι να σε κρύψω εδώ τη νύχτα, τώρα, πριν έλθη ο αφέντη μου.

— Πού;

— Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά... ξέρεις;

— Α! είπεν η Φραγκογιαννού, ως να της ήλθε μία ανάμνησις.

— Και τα μεσάνυκτα, σαν λαλήσει τ' αρνίθι...

— Ε;...

— Κοντά να φέξη, ό,τι ώρα νοιώσεις...

— Καλά!

— Αν θέλης, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε φωτίση ο Θεός.

— Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία.

— Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλιο κρυφό, και πλιο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκι σ' αυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι.

— Καλά!... Μα, για κοίταξε, έφυγε ο Κυριάκος;

Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε.

— Δεν έφυγαν... εκεί είναι κ' οι τρεις.

— Τώρα   ένα   πράμα   δεν   ξέρω,   είπε   σύννους   η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να 'μβαίνω εδώ, ή όχι... Αν δεν μ' έχη ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλύτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα.

Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν.

— Ό,τι κι αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παλιά μου βάσανα. Θα μου έρθουν, τάχα σαν όνειρο στον ύπνο μου;

— Έτσι τα θυμάται, πλιο, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.

— Αλήθεια!... και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ.

Η οικία ήτο διπλή. Εκτός του κυρίως κτιρίου, είχε μικρόν παράρτημα προς βορράν, όπου ήτο το μαγειρείον, και υπό το μαγειρείον ευρίσκετο «το μικρό κατωγάκι». Εκεί διά της καταπακτής και μικράς σκάλας ωδήγησεν η Μαρούσα την ξένην της, πριν έλθη ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης. Της έφερεν άρτον, τεμάχιον κρύου βραστού, υπόλοιπον του γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οίνου, και την εγκατέστησεν επάνω εις τον σοφάν του μικρού κατωγείου, του χρησιμεύοντος ως αποθήκη διαφόρων οικιακών σκευών. Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι, της έβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθη καλήν νύκτα και «ύπνον ελαφρόν».


Προηγούμενη / Αρχική / Επόμενη σελίδα


        Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις

ELLOPOS Elpenor in Print \ Γιωργος Βαλσαμης



 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ   BLOG   HOME