Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 40
ΙΕ'Επάνω, εις τα Καμπιά, εις το υψηλόν οροπέδιον, όταν έφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, εστάθη, εγύρισε προς τον κατήφορον, οπόθεν είχεν έλθει, κ' εκοίταζε μην ίδη ή ακούση σκιάν ή βήμα τρέχοντος λαγωνικού, χωροφύλακος. Δεν εφαίνετο τίποτε. Αλλ' όμως δεν ησθάνετο εν ασφαλεία.
Εστάθη ως αφηρημένη κ' εσκέπτετο. Έκαμνε κάτι ως μαθηματικόν υπολογισμόν. Ελογάριαζε τον χρόνον όσος θ' απητείτο ως έγγιστα, διά να συνέλθουν από την έκπληξίν των οι δύο ταχτικοί (τον δεύτερον δεν τον είδεν, αλλά τον εμάντευε), διά να εννοήσουν τι συνέβη, ίσως να ζητήσουν πληροφορίας (η λεχώνα θα ετρόμαζεν άδικα, και δεν θα ήξευρε τίποτε να τους ειπή· αλλά τότε, θα έτρεχον ίσως προς την στάνην, όπου ευρίσκετο ο Λυρίγκος κ' η πενθερά του; τόσω περισσότερον θ' αργοπορούσαν) είτα να πετάξουν τις κάπες των κάτω, και να το βάλουν στα πόδια να την κυνηγήσουν.
Αλλ' είδαν τάχα ακριβώς, ή ενόησαν, ή εγνώριζαν το μονοπάτι το οποίον είχε πάρει αυτή; Και μήπως είχε τρέξει όλην την ώραν ένα και τον αυτόν δρόμον; Καταρχάς είχε στραφή δεξιά, ως να ήθελε να πάρη τον κατήφορον, είτα εστράφη αριστερά, κ' έτρεξε τον ανήφορον – με όλον το μειονέκτημα το οποίον είχεν ο ανηφορικός δρόμος διά να λαχανιάση τις, όταν καταδιωκόμενος βιάζεται να τρέχη. Αλλ' εάν αυτή θα ελαχάνιαζε, μήπως εκείνοι, καίτοι νέοι, δεν υπέκειντο εις το πάθημα τούτο; Η Χαδούλα ήξευρε μάλιστα, κατά σύμπτωσιν, ότι ο εις των δύο εκείνων νέων έπασχεν από άσθμα... Δεν ήτο πολύς καιρός αφότου αυτός είχε παρακαλέσει τον γαμβρόν της να ειπή της γριάς να του κάμη ένα μαντζούνι διά το νόσημα τούτο.
Αλλά με όλην την εκδούλευσιν αυτήν, η Γιαννού ήξευρεν ότι δεν έπρεπε να περιμένει έλεος από τον χωροφύλακα. Ο άνθρωπος έκαμνε το καθήκον του. Ας έλειπαν αι περιποιήσεις τας οποίας θα της έκαμναν, αν αυτή έπεφτε στα χέρια των, και αν έμελλον να την ονομάζουν «σταυρομάννα»!! Είχε παρατηρήσει άλλοτε, εις τας περιπετείας και τα βάσανα όσα είχεν υποφέρει εξαιτίας του υιού της, του Μούρτου, ότι το είδος αυτών των ανθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν όταν ο καταζητούμενος ανθίσταται, όταν αυθαδιάζη, πολύ δε περισσότερον όταν φεύγη, και αναγκάζωνται αυτοί να τον κυνηγούν, ώστε να βγαίνη η ψυχή τους ανάποδα... Ω! βέβαια έχουν δίκαιον τότε να σκληρύνωνται, και να γίνωνται θηρία ανήμερα· όθεν και η Φραγκογιαννού, φεύγουσα, και βιάζουσα αυτούς να τρέχουν δεν επερίμενεν έλεος απ' αυτούς.
Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθεν της, από το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε.
Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη. Ήρχετο από το καλύβι κ' επήγαινεν εις το μανδρί του. Υψηλός, μελαψός, ισχνός, ευρύστερνος, την κόμην και το γένειον με χρώμα αχύρου καψαλισμένου, κρατών την ράβδον του την κυρτήν, υψηλήν ίσα με το μπόι του, εστάθη ενώπιον της Φραγκογιαννούς. Ο άνθρωπος εφαίνετο να ευρίσκεται εις μεγάλην θλίψην και αδημονίαν.
— Α! πούθε αυτό το καλό! είπε με την φωνήν του την δυσδιάκριτον και τραχείαν, σφίγγων τους οδόντας ενώ ωμίλει. Τομ' σ' αγροίκησα, ταμάμ σε προσήφερα, κυρά-Γιαννού... Ο Γεραμπής σε στέλνει!
— Τί λες, γυιέ μου; είπε με το υποκριτικόν ήθος της η Χαδούλα.
— Καλά που σ' εσταύρωσα! Είπα, αυτήνη είναι κείν' η καλή γυναίκα κάτ' απ' τη χώρα που γρουνίζει τα γιατρικά και διώχνει κάθε γρουσουζιά αλάργα! Τομ' σ' απείκασα, μονοκοπανιάς σ' εγρούνισα!.... Μα δε ξέρ'ς τίποτε, κυρα-Γιαννού μ';
— Τί τρέχει, παιδί μου;
— Μεγάλο ζαράρι μ' ευρήκε να 'χω το συμπάθειο, θεια-Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι! Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρα-Γιαννού μ', κ' εγύρισε πίσω κακά κι αδέξια... Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη... Χτυπήθηκε, μακριά από λόγου σου... Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι ασπασμοί. Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμένη!
— Αλήθεια; Ω, αμαρτίες!... Και πότε έγινε αυτό;
— Προχτές το βράδυ, την νύχτα, τα μεσάνυχτα, θεια-Γιαννού! Όξου από λόου σου, να' χω το συμπάθειο... Ντούρμα βγήκε όξ' απ' το καλύβι, κ' εγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη... Κοπιάζεις ως το καλύβι μπάριμ, τώρα εδώ που σ' εσταύρωσα, κυρα-Γιαννού μ! Μονάχα να την θωρήσης, ν' αγροικήσης σε τι χάλι βρίσκεται... Ελμπέτ, καλό θα της κάμης· με τα γιατρικά σου, θα διώξης κάθε ενάντιο, ένα κ' ένα!
— Και πώς της ήρθε αυτό; είπεν η Φραγκογιαννού.
— Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρα-Γιαννού μ'. Ο Γεραμπής το ξέρει.
Η Χαδούλα εσκέφθη επί στιγμήν. Είτα είπε:
— Καλά· θα πάω αποκεί, τώρα-τώρα.
— Να 'χης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια-Γιαννού! είπεν ο Καμπαναχμάκης. Ο Γεραμπής σ' έστειλε.
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις