Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 41
Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλύτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι.
Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν. Εκεί συνήντησεν ένα γέροντα μοναχόν, τον πάτερ Ιωάσαφ, κηπουρόν του μοναστηρίου του Ευαγγελισμού, το οποίον διέγραφε προς τα άνω την σεμνήν κατατομήν του, εις την κορυφήν του ρέματος.
Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο» κ' έτεινε το ους, φανταζόμενη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων.
Ο πάτερ-Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.
— Πού βρέθηκες εδώ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σε βλέπω....
— Αχ! γυιέ μου!... είπεν η Φραγκογιαννού. Έχω βάσανα και πάθια...
— Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο, γερόντισσα... Όσο και να κάμη ο άνθρωπος, δεν μπορεί να τ' αποφύγη...
— Αχ! πάτερ Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η Φραγκογιαννού. Να 'μουν πουλί να πέταγα!!!
— «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς;» είπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν.
— Ήθελα να έφευγα απ' τον κόσμο, γέροντά μου... Δεν μπορώ να υποφέρω πλια!
— «Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω» είπεν πάλιν ο γέρων μοναχός.
— Μεγάλη φουρτούνα μ' ηύρε, γέροντά μου, και μεγάλη λιγοψυχιά μ' εκόλλησε.
— Ο Θεός να σε γλυτώση, κόρη μου, «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος», επέφερεν ο Ιωάσαφ, συνεχίζων τον ψαλμόν.
— Απ' την κακία, απ' την κακογλωσσιά, απ' το φθόνο, δεν μπορεί να γλυτώση ένας άνθρωπος.
— «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ Ιωάσαφ.
Είτα αφού εγέμισε το σταμνί του είπε:
— Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι κι ολίγα κουκιά.
Και απεμακρύνθη.
Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Καμπαναχμάκη. Η σύζυγος του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν. Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς.
— Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος.
Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν. Δεν είχε πλέον το καλάθι της, αλλά είχε γεμίσει τους κόλπους της από διάφορα μικροσκοπικά χόρτα, τα οποία είχε συλλέξει την ημέραν κάτω εις τα ρέματα των κοιλάδων.
Τα δύο μικρά κοράσια της ασθενούς εκάθισαν σιμά εις τα γόνατα της Φραγκογιαννούς, γλειφίδικα, και ζητούντα θωπείας. Η Γιαννού εθώπευσεν τα σιαγόνια των και τους λαιμούς των, τόσον δυνατά, ώστε ησθάνθησαν πόνον, και το εν εφώναξε:
— Μάννα!
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις