Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 44
— Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσει σ' έν' άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τί κάν' η λεχώνα;
— Τί να κάμη; Τα ίδια... Μα δε μου λες, είπε μετά τινά δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;
— Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μες στο πηγάδι...
— Ε;
— Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ... Μα έτσι να' χουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνίγη και μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ;
— Μαθές!.... έκαμεν η γραία.
Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο μπρίκι, και κατεγίνετο να βράση βότανα, τα οποία έβγαλεν από τον κόλπον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο, του μικρού θυγατρίου ηκούετο η αναπνοή μέσα εις την σκάφην την χρησιμεύουσαν ως λίκνον, υπό το στέφανον του βαρελιού το ανέχον υψηλά εν λεπτόν πανίον. Ενίοτε εκλαυθμύριζε. «Κοι, κοι, κοι!» επρόφερεν η γραία, η προμήτωρ, ήτις είχε κλείσει το εν όμμα, και με το άλλο, εις το ασθενές φως του κανδηλίου και εις την διαλείπουσαν της εστίας αναλαμπήν, δεν έπαυσε να κοιτάζη την Φραγκογιαννού. Τέλος, μετά ώραν, η γραία καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος – ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκοίταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού.
Το βρέφος εκλαυθμύριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι!»
— «Όλο κοριτσούδια, το έρμο!» Το παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς.
Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμύριζεν. Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκοίταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης εκείτο κουβαριασμένη η γραία.
Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιξε δυνατά τον λαιμόν... Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης. Η χειρ της προσέκοψεν εις την σανίδα, κ' έκαμε μικρόν θόρυβον. Η γραία, ήτις δεν εκοιμάτο βαρέως, εξύπνησεν. Ανετινάχθη, εσκίρτησεν. Είδε την Φραγκογιαννού ν' αποσύρη την χείρα της και ν' αποχωρή, ανεγειρομένη επί των γονάτων, οπίσω εις την θέσιν της.
— Τί κάνεις; έκραξεν έντρομος η γραία.
Η λεχώνα επετάχθη, ανεπήδησε.
— Τί είναι, μάννα;
Η Φραγκογιαννού εσηκώθη, επήρε το καλάθι της.
— Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν.
Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν.
— Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού... Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιή!
Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρινήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.
Ήτο γλυκειά αυγή του Μαΐου. Η κυανωπή και ροδίνη ανταύγεια του ουρανού έχριε με απόχρωσιν μελιχράν τα χόρτα και τους θάμνους. Ηκούετο ο μινυρισμός των αηδόνων εις το δάσος, και τ' αναρίθμητα μικρά πουλιά ετέλουν εκθύμως, απλήστως, την συναυλίαν των την άφατον.
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις