Λογοτεχνία

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Φόνισσα [50 σελ.]

Εκδόσεις Ελπήνωρ
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ

Διογένης (αναγνώστης TLG)
Διαχείριση γραμματοσειρών
Η Εικόνα του Χριστού
Εικονική Γη / Παγκόσμιος Άτλας
Ορθόδοξες Γιορτές (Ημερολόγιο)
Socializer! για να μοιράζεσαι το διαδίκτυο
Πολυτονικός συλλαβισμός στο Word
Εκμάθηση γρήγορης πληκτρολόγησης
Power Copy

        » Περισσότερα

Σελ 43

Έτρεξεν η αθλία αλλά δεν ησθήνετο πλέον δυνάμεις ακμαίας. Η αϋπνία των περασμένων νυκτών, η κακοπάθεια, αι συγκινήσεις την είχον καταβάλει. Τα μέρη, τα οποία είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης, απείχον πολύ, δεν ηδύνατο δε να οδοιπορήση προς τα εκεί εις την ασέληνον νύκτα.

Καθώς έτρεχεν, αυτιαζόμενη κατά πάσαν στιγμή, εξαφνιζομένη, και νομίζουσα ότι ακούει παντού βήματα, εις το μονοπάτι, ανάμεσα εις δένδρα και θάμνους, ήκουσε βήματα αληθή, ερχόμενα από διακοσίων βημάτων, από τον κύριον δρόμον. Εκρύβη όπισθεν των θάμνων, και της εφάνη ότι ήσαν πράγματι οι χωροφύλακες, βαδίζοντες προς την καλύβην του Καμπαναχμάκη, προς το μέρος οπόθεν αυτή ήρχετο. Εάν ούτως είχεν, η θέσις της καθίστατο ασφαλεστέρα προς το παρόν, καθότι δεν εφοβείτο πλέον να τους συναντήση, διά την νύκτα εκείνην.

Επροχώρησε προς το μέρος, οπόθεν είχεν έλθει την πρωίαν. Έφθασεν εις τον μικρόν ναΐσκον της Ζωοδόχου Πηγής, εις το Κοιμητήριον των Καλογήρων, εις τ' Αλώνι του Μοναστηριού. Επέρασεν έξω από το Βουρδουναριό, αντικρύ της σιδηράς πύλης του Κοινοβίου, ήτις ήτο κατάκλειστος. Αλλως, γυναίκες ποτέ δεν επήρχοντο εις τον ιερόν περίβολον. Κατήλθεν εις τους κήπους, όπου είχε συναντήσει την πρωίαν τον καλόγηρον, τον κηπουρόν, όστις της είχεν ειπεί διάφορα ρητά από το Ψαλτήριον, τα οποία αυτή δεν ενόει, αλλ' αορίστως υπώπτευεν ότι προσηρμόζοντο κάπως εις την θέσιν της. Και πράγματι της είχον αφήσει ως ένα βόμβον περί τα ώτα της· «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς;... Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω. Προσεδεχόμην τον Θεόν, τον σώζοντά με από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος...».

Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, πέραν των κήπων, άνω του ρεύματος, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηριού να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονή την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Μεσονυκτικού, ώρα του Όρθρου! Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλύτερον το οποίον ημπορούσαν να κάμουν – το να μη φέρουν, δηλαδή, άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς!...και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα. Την φιλοσοφίαν, αυτοί, την είχον λάβει ως εκ κληρονομίας, χωρίς <να> σκοτίσουν τον νουν των εις την «ζήτησιν της αληθείας», όπου ποτέ δεν ευρίσκεται.

Ανέβη υψηλότερα την ράχιν, χωρίς να έχη σκοπόν ή απόφασιν πού επήγαινε. Και έξω από τον δρόμον, ολίγα βήματα μακράν, είδε μίαν στάνην, την οποίαν ανεγνώρισεν ότι ήτον του Γιάννη του Λυρίγκου. Ο σκύλος αισθανθείς μακρόθεν την παρουσίαν της, ήρχισε να γαυγίζη.

Είχεν έλθει άρα, πλησίον εις το κατάλυμα τής παρελθούσης νυκτός χωρίς να το σκεφθή! Και τώρα μόνον ήρχισε να το σκέπτεται. Έως την στιγμήν το ένστικτον την είχεν οδηγήσει. Αλλά τώρα ο συλλογισμός της διετυπούτο καθαρά. «Πού αλλού θα είμαι πλέον ασφαλής, για την ώρα, παρά εδώ; Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστεύουν ότι ξαναήλθα πάλιν προς το ίδιο μέρος, που με είχαν ευρεί χθες, και μ' εκυνήγησαν. Ο Γιάννης κοιμάται στο μανδρί του. Στο καλύβι θα' ναι η λεχώνα, κ' η γριά. Την νύχτα χθες, από τον σαστισμό κι από τη βία μου, ξέχασα εκεί το καλαθάκι μου. Δεν θα είναι καλύτερα να πάω να χτυπήσω την πόρτα, να τους πουλήσω πάλι δούλεψη με κανένα ψευτογιατρικό, να πάρω και το καλαθάκι μου, και σα φέξη να πάω να κρυφθώ κάτω στο Κακκόρεμα, εκεί που λέει ο Καμπαναχμάκης;...»

Βεβαίως η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, κάτι θα είχεν ακούσει εις βάρος της από χωροφύλακες ή από τρίτους, αλλά τί μ' αυτό;

Δεν θα είχε τόσην κακίαν ούτε τόσον θάρρος, ώστε να την προδώση. Άλλως, αυτή ως κυρίαν πρόφασιν, διά να εισέλθη θα προέταττεν ότι ήλθε να ζήτηση το λησμονημένον καλάθι της.

Εκρύωνε πολύ από τον αέρα του βουνού, και είχεν ανάγκη να στεγασθή πουθενά, προς ώραν. Δεν εδίστασε πλέον. Διέβη τον ζυγόν, τον ενούντα τας δύο ράχεις, επί της μεσημβρινωτέρας των οποίων ήτο η μάνδρα, επί δε της βορειοτέρας η οικία του Λυρίγκου, κ' έφθασεν εις το καλύβι.

Έκρουσε την θύραν. Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερώτηση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη.

— Το κοφίνι μ' πλιο, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού το 'χεις;

Η χωρική γραία εστάθη και την εκοίταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν.

— Πού βρέθηκες εδώ; είπε.


Προηγούμενη / Αρχική / Επόμενη σελίδα


        Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις

ELLOPOS Elpenor in Print \ Γιωργος Βαλσαμης



 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ   BLOG   HOME