Φίλιπ Σέραρντ Η συμβολική πορεία του Γεώργιου Γεμιστού ΠλήθωναΜετάφραση, Σημειώσεις: Αργύρης Γεωργουλής |
url :
https://www.ellopos.gr/phil-sherrard-pletho.asp
9 Σελίδες
Από: Studies in Comparative Religion, Vol. 8, No. 2 (Spring 1974) © World Wisdom, Inc.
ΣτΜετ. = Σημείωση του Μεταφραστή ||| ΣτΚΠ = Σημείωση του Κειμένου-Πηγής
Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Λίγα είναι γνωστά για την πορεία αυτού του άνδρα και, απ’ αυτά τα λίγα, τίποτα δεν είναι πολύ εντυπωσιακό. Απ’ ό,τι φαίνεται, έζησε για αρκετά χρόνια στον Μυστρά της Πελοποννήσου, όπου εγκαταστάθηκε όταν ήταν πολύ νέος και όπου έγινε δικαστής. Ήταν ένας απ’ τους αντιπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Σύνοδο που συγκλήθηκε στη Φλωρεντία το 1439 σχετικά με το ζήτημα της ένωσης Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (ήταν τότε που προσέθεσε το «Πλήθων» στο όνομά του), και ήταν στη Φλωρεντία επίσης που κέρδισε τον θαυμασμό του Μέδικου Κόζιμο του Πρεσβύτερου[1]. Πέθανε το 1450 και, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, ένας Βενετός στρατιωτικός διοικητής, ο Σιγκισμόντο Παντόλφο Μαλατέστα[2] (Sigismondo Pandolfo Malatesta), μετέφερε τη σορό του από τον Μιστρά στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου στο Ρίμινι και την τοποθέτησε σε μαρμάρινο μνημείο, επάνω στο οποίο γράφτηκε στα Λατινικά μια ταιριαστή αφιέρωση. Ακόμη, όσον αφορά τον Γεμιστό, έχει ειπωθεί ότι «η Αναγέννηση έχει να παρουσιάσει πολλές σπουδαιότερες περιπτώσεις, αλλά καμία που να είναι τόσο παράξενα συμβολική»[3].
Τι υπάρχει όμως που να δικαιολογεί αυτή τη δήλωση; Υπάρχει, πρώτ’ απ’ όλα, η σχέση του με τον δυτικό σχολαστικισμό. Από τον καιρό που ο Βοήθιος[4] μετέφρασε την Εισαγωγή εις τας Αριστοτέλους Κατηγορίας του Πορφύριου[5], αν όχι από πιο παλιά, οι δυτικοί σχολαστικοί φιλόσοφοι κινήθηκαν σταθερά στην πορεία εκείνη που επρόκειτο να καταλήξει στα έργα του Θωμά Ακινάτη[6]. Σε γενικές γραμμές, η σχολαστική φιλοσοφία ήταν μια προσπάθεια να εφοδιαστεί ο Χριστιανισμός με ένα αυτοσυνείδητο και συστηματικό όργανο σκέψης και τυπικής λογικής (formal logic) βασισμένης στη διδασκαλία του Αριστοτέλη[7]. Ήταν μια απόπειρα, ουσιαστικά, να συμβιβαστεί η χριστιανική θεολογία με την αριστοτέλεια φιλοσοφία. Αλλά, στο τέλος, τόσο βαθύ έγινε αυτό το συνταίριασμα, που κάθε επίθεση στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη φαινόταν να ισοδυναμεί με μια επίθεση στο χριστιανικό δόγμα αυτό καθαυτό. Αυτό δημιούργησε ένα κάποιο δίλημμα. Ο Αριστοτέλης δεν ήταν χριστιανός. Ήταν ένας «εθνικός». Τα γραπτά του δεν ήταν θείες αποκαλύψεις, ούτε είχαν καθαγιαστεί. Η Εκκλησία δεν μπορούσε να υποκριθεί ότι οι διδασκαλίες του, αυτές ενός εθνικού, είχαν το ίδιο κύρος με τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής. Δεν μπορούσε να απαγορεύσει τις επιθέσεις κατά του Αριστοτέλη, ούτε να εμποδίσει τη διάκριση ανάμεσα στις διδασκαλίες του και στο μυστήριο της χριστιανικής πίστης. Αλλά, τόσο βαθιά ήταν η εμπλοκή της σχολαστικής θεολογίας με τις έννοιές του ώστε, όταν κάποιοι του έκαναν επίθεση με τα δικά του διαλεκτικά όπλα ή παρατηρούσαν πως οι αρχές του είχαν λίγη η καθόλου σχέση με τον Χριστιανισμό, ήταν αδύνατον για την Εκκλησία να τον καταδικάσει παρά μόνο δια μιας ισοδύναμης καταδίκης της θεολογίας αυτής.