ΤΗΝ ΩΡΑ ποὺ ἀνερχόμαστε στὸ τελειότερο, ὁ ἀόρατος καὶ ἄμορφος δὲν ἔρχεται πιὰ χωρὶς μορφὴ καὶ ὄψη, δὲν συνεχίζει νὰ ἐργάζεται μὲ τὴ σιωπὴ τὴν παρουσία καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ θείου Φωτός, φανερώνει σὲ κάποια μυστικὴ καὶ μοναδικὴ ὅραση τὴ θεία Μορφή.
Δὲν φανερώνεται σὲ κάποιο σχῆμα ἢ ἐκτύπωμα ὁ Θεός. Ἁπλό, σὲ ἀκατάληπτη, ἀπερίγραπτη καὶ ἄμορφη Μορφὴ τὸ Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Τίποτα περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ἢ νὰ ἐξηγήσουμε : τώρα πιὰ ἐμφανίζεται καθαρά, γνωρίζεται μὲ ὑπερβολή, ἀόρατα μέσα σὲ τρανὴ Ὅραση ὁ ἀόρατος μιλάει καὶ ἀκούει, καὶ ὅπως ἕνας φίλος, πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν φίλο του, ἔτσι μόνο μιλάει ὁ Θεός.
[...]
Πρβλ. Μυστικοὶ τῆς Ὀρθοδοξίας (στὸ πρωτότυπο) | Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων (στὰ Νέα Ἑλληνικά)