Σελ 2
Χάζεψα, Κύριε, ἀποβλακώθηκα, σὲ μένα ἐλπίζοντας,
μὲ πλάκωσε καὶ μ’ ἔσυρε ἡ ἀγωνία γιὰ τὰ ὑλικὰ
ἡ μέριμνα γιὰ τὰ βιωτικά, ὁ ταλαίπωρος, καταξέπεσα,
ψυχράθηκα σὰν τὸ σίδερο κι ἔγινα μαῦρος
πολὺ καιρό, ὥσπου ἔπιασα σκουριά.
Κι ἔτσι φωνάζω πάλι Ἐσένα,
Φιλάνθρωπε, θέλω νὰ καθαρίσω
νὰ ὑψωθῶ στὴν πρώτη μου Ὀμορφιά
τὸ Φῶς Σου τέλεια ν’ ἀπολαύσω
Τώρα κι ἀδιάκοπα σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
[Ὕμνος ΜϚ’, στ. 1-5, 11-21, 41-49]
Προηγούμενη σελίδα | Περιεχόμενα | Ἑπόμενη σελίδα
Πρβλ. Μυστικοὶ τῆς Ὀρθοδοξίας (στὸ πρωτότυπο) | Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων (στὰ Νέα Ἑλληνικά)