Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Η Φόνισσα [50 σελ.]
Σελ 42
Αλλ' η μάννα ήτον δι' αυτά ως να μην υπήρχε, και τα δυστυχή πλάσματα δεν ήσαν εις ηλικίαν ούτε να αισθανθώσι την έλλειψιν, ούτε να δύνανται τουλάχιστον να την αναπληρώσωσι. Το μικρόν αγόρι, το οποίον εφαίνετο να είναι ομήλικον με το κοράσιον το εν, ως να ήσαν δίδυμα, έκλαιε κι εζήτει «να σηκωθή η μάννα του να του κάμη γριά στο τηγάνι».
— Τώρα, γυιε μου, εγώ να σου κάμω γριά, είπε τυχαίως η Φραγκογιαννού.
— Δεν έχουμε αλεύρι, θειά, είπε το μεγαλύτερον εκ των δύο κορασίων.
— Καλά· να έλθη ο πατέρας να φέρη αλεύρι, είπεν η Φραγκογιαννού προς το παιδίον, κ' εγώ να σου κάμω «γριά»! Ησύχασε τώρα.
Αλλά το αγόρι δεν τα ήκουεν αυτά.
— Γριά θέλω, και να 'ναι ζαρωμένη γριά! Να 'χη και πετμέζι.
— Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιέ μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε;
— Γιώργη τόνε λέμε, θειά, είπε το μεγαλύτερον κοράσιον.
— Εσένα;
— Δαφνώ.
— Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον θυγάτριον.
— Ανθή.
— Να ζήσετε!
— Και πότε θα τα κόψουμε, θειά, τα σταφύλια; εφώναξε το αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε;
— Όχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά.
— Ταχιά το-ταχύ; είπεν ο Γιώργης.
— Ναι, γυιόκα μου. Απόψε θα δέσουν οι ράγες, και θα γλυκάνουν, και θα μαυρίσουν, και ταχιά το-ταχύ θα πάρουμε τους τρυγολόγους να τρέξουμε στ' αμπέλι, να τρυγήσουμε, να τα κάμουμε κότσι-κότσι, τα σταφύλια, τα ξεκούδουνα, να τα πατήσουμε, να τα λυώσουμε, και θα κάμουμε μουστόπιττες και πετμέζια και χίλια λογιών καλά... και τότε, θα σου κάμω εγώ μια γριά, ζαρωμένη, ίσα με το τηγάνι μεγάλη!
— Σέλω να' ναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπεν ο μικρός.
— Μεγάλη γριά, ίσα μ' εμένα, είπεν η Φραγκογιαννού.
Εν τω μεταξύ, το μικρότερον των δύο κορασίων, το Δαφνώ, καθώς εκοίταζεν εναλλάξ τον λύχνον και την Φραγκογιαννού με τεθηπός βλέμμα, ως να υπνωτίσθη από το όμμα της γραίας, ενύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του προς την εστίαν, και απεκοιμήθη. Η Γιαννού επιμόνως το εχάδευεν υπό το κατωσάγονον, και πότε η χειρ της εγλίστρα προς τον τράχηλον, και ίσως είχε κλίσιν να θλίψη κάπως δυνατώτερα τον λαιμόν του κορασίου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη δρομαίον βήμα έξωθεν, η θύρα ηνοίχθη, και εισήλθεν ο Καμπαναχμάκης.
— Δω είσαι, κυρά-Γιαννού! είπεν εν άκρα ταραχή. Σήκου! Να φύγης! να κρυφτής!
— Τί τρέχει; είπεν η γραία, προσπαθούσα να φανή ατάραχος.
— Οι ταχτικοί σε χαλεύουν; Τί ζαράρ έκαμες χριστιανή; Τρέχουν οι ταχτικοί γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! να κρυφτής πουθενά μπάριμ! Σε λυπούμαι, καημένη! Τι κρίμα έκαμες;
— Εγώ; κρίματα πολλά... Μα δεν ξέρω, γιατί να με γυρεύουν οι ταχτικοί, που μου λες;
— Τρέχα, κατά δω έρχονται τώρα. Δε γρουνίζω πώς σ' αγροίκησαν πώς τα πρύμισες κατά δω, θα 'ρθουν τώρα να χαλέψουν. Όπου κι αν είναι, πλάκωσαν! Ακούς! κάτου, στη Σκοτ'νή Σπ'λιά, στο Κακόρρεμα, κατακεί να πάρης το φύσημά σου! Στο κλήμα στο Μονοπάτι, στου Π'λιού τη Βρύση, εκεί να σε πάρουν στο κοντό, δεν μπορούν να σε πιάσ'ν! Αποκεί μπορείς να κατεβής στο Γέροντα, στο Ερμητήριο, να ξαγορευθής, τα κρίματα σ', καημένη. Τρέχα!...
Πρβλ.: Άλλα έργα του Παπαδιαμάντη * Μυστικοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας * Κωνσταντινούπολις