Φίλιπ Σέραρντ Η συμβολική πορεία του Γεώργιου Γεμιστού ΠλήθωναΜετάφραση, Σημειώσεις: Αργύρης Γεωργουλής |
url :
https://www.ellopos.gr/phil-sherrard-pletho.asp
9 Σελίδες
Σελ 9
Ταυτόχρονα με την επίθεση στη χριστιανική ηθική, ο Νίτσε, επίσης, επιτέθηκε στον χριστιανικό Θεό – ουσιαστικά, επιτέθηκε στη σύνολη ιδέα του υπερφυσικού: «Σας εξορκίζω, αδέρφια μου, παραμείνετε πιστοί στη Γη, και μην πιστεύετε αυτούς που σας μιλάνε για υπερφυσικές ελπίδες. Δηλητηριαστές είναι αυτοί, είτε το ξέρουν είτε όχι» (Φρίντριχ Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρα)[50]. Ο χριστιανικός Θεός ήταν εχθρικός προς τη ζωή. Ήταν ένας καταστροφέας της ζωής: «Η έννοια “Θεός” εφευρέθηκε ως το αντίθετο της έννοιας της ζωής – καθετί καταστρεπτικό, δηλητηριώδες και συκοφαντικό, και κάθε θανατερή έχθρα προς τη ζωή, όλα τους συνδέθηκαν σε μια τρομακτική ενότητα εντός Του» (Φρίντριχ Νίτσε, Ίδε ο άνθρωπος )[51]. Ήταν μια πιστή αναπαράσταση των αξιολύπητων και κακόμοιρων μυαλών τα οποία τον είχαν δημιουργήσει: «Ο θλιβερός Θεός του χριστιανικού μονοθεϊσμού» είναι ένα «υβριδικό δημιούργημα παρακμής, αυτομηδενισμού, φαντασίας και αντίφασης[xvi], στο οποίο όλα τα ένστικτα παρακμής και όλες οι δειλίες και οι νωθρότητες της ψυχής βρίσκουν τη δικαίωσή τους» (Φρίντριχ Νίτσε, Αντίχριστος)[52]. Και αντιπαραθέτει την παγανιστική κατάφαση στη ζωή με τη χριστιανική άρνηση της ζωής: «Ο Παγανισμός είναι εκείνος που λέει ναι σε καθετί φυσικό, είναι η αθωότητα του να είσαι φυσικός, “φυσικότητα”. Ο Χριστιανισμός είναι εκείνος που λέει όχι σε καθετί φυσικό, είναι μια συγκεκριμένη έλλειψη αξιοπρέπειας στο να είσαι φυσικός, εχθρότητα προς τη φύση» (Φρίντριχ Νίτσε, Η θέληση για δύναμη )[53].
Μπορούμε να δούμε τι έχει συμβεί. Ο Χριστιανισμός, υποστηρίζοντας ότι το υπερβατικό κατοικεί εντός του ανθρώπου, είχε, ταυτόχρονα, εγκρίνει μια δυϊστική άποψη, όπως αυτήν του Παρμενίδη που ο Πλάτων είχε αποδεχτεί. Θεωρώντας ότι ο αισθητός κόσμος βρισκόταν ουσιαστικά έξω από τη σφαίρα του πνεύματος, είχε αποτύχει να συνειδητοποιήσει τη σημασία του ως ενός μέσου πνευματικής ενόρασης, δια του οποίου λαμβάνεται η αποκάλυψη μέσω της θεώρησης της φυσικής ομορφιάς και μέσω της συμμετοχής και της κατάφασης στις αρχέγονες δυνάμεις της ζωής. Στη βάση αυτού του δυϊσμού είχε υψώσει μια ηθική που αρνούταν τη ζωή, και της οποίας το αποτέλεσμα ήταν η καταστολή των ενστικτωδών δυνάμεων του ανθρώπου. Είχε χωρίσει τη δημιουργία στα δύο και είχε διαταράξει τους δεσμούς εκείνους που συνδέουν τον άνθρωπο με το σύμπαν. Είχε θεωρήσει ως αρνητική, μέχρι και διαβολική, όλη εκείνη την πλευρά του ανθρώπου που είναι χθόνια, μες την οποία είναι ενωμένος με τη γη και με τις δυνάμεις της γης. Είχε ταυτίσει το καταστροφικό, το ανορθολογικό και το ενάντιο στις αντιλήψεις του για την «πνευματική ζωή», με το διαβολικό. Είχε εξαπολύσει πόλεμο στο σώμα και στον ανθρώπινο ερωτισμό. Είχε, επιπλέον, ταυτίσει την πηγή της ασκητικής ηθικής με την πηγή της πνευματικής ζωής της ίδιας – τον Θεό. Είχε μπερδέψει τη θρησκεία με την ηθική διδασκαλία. Είχε, κατά κάποιο τρόπο, καταστήσει τον ίδιο τον Θεό υπεύθυνο για έναν ηθικό κώδικα άρνησης της ζωής. Έτσι, όταν ο Νίτσε ανέλαβε το ρόλο του μάρτυρα για λογαριασμό αυτής της πλευράς της ζωής που ο Χριστιανισμός είχε καταστείλει, για λογαριασμό αυτών των «σταυρωμένων» παθών, ήταν αναγκασμένος, για να μπορέσει να επιτεθεί στη χριστιανική ηθική, να επιτεθεί επίσης σ’ ολόκληρη την ιδέα της εγκατοίκησης του υπερβατικού μέσα στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Η ιδέα του υπερβατικού είχε εμπλακεί τόσο πολύ με την ηθική, ώστε κάθε επίθεση εναντίον της εμπεριείχε εξ ορισμού την επίθεση και εναντίον του.
Αυτό ήταν το Νιτσεϊκό πάθος (pathos)[xvii]: ο Χριστιανισμός, παγιδευμένος σε μια κίβδηλη εναντιότητα, όπως από συγκεκριμένες οπτικές γωνίες και ο Πλάτων είχε παγιδευτεί, είχε αποδώσει στον Θεό μια ηθική μεροληψία η οποία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την αντανάκλαση μιας ανικανότητας να συλλάβει ότι το απώτατο υποκειμενικό πεδίο τού είναι και η πηγή της ζωής, σε όλες της τις ποικίλες και διαδοχικές εκδηλώσεις, δεν διαφέρουν σε κάτι, ότι ο εσωτερικός αθάνατος Εαυτός και οι ανώτερες δυνάμεις του σύμπαντος είναι ένα και το αυτό[xviii], και ότι το να καταστρέφεις την εξωτερική ζωή είναι το ίδιο με το να καταστρέφεις την εσωτερική ζωή. Ήταν γι’ αυτό που ο Νίτσε, στη μάχη του υπέρ των συκοφαντημένων ενστίκτων και δυνάμεων της ζωής, για τους «Γίγαντες που διαμόρφωσαν τον κόσμο αυτόν στην αισθητή του υπόσταση», ήταν αναγκασμένος να πάρει το μέρος της πλευράς που ισοδυναμούσε με τον αντίθετο πόλο του ίδιου αυτού δυϊσμού, ο οποίος, όπως πίστευε, είχε κυριαρχήσει στον Χριστιανισμό – είχε αναγκαστεί να κλάψει: «Έγινα κατανοητός; Διόνυσος κατά Εσταυρωμένου» (Φρίντριχ Νίτσε, Ίδε ο άνθρωπος )[54].
Η παραπάνω κριτική ανάλυση δεν καλύπτει, παρ’ όλα αυτά, το όλο ζήτημα. Η συνειδητοποίηση ότι αυτοί οι δυο πόλοι –ο «αντικειμενικός» και ο «υποκειμενικός», Διόνυσος και Χριστός– είναι αλληλοσυμπληρούμενες όψεις τις ίδιας αλήθειας και ότι ο μεταβαλλόμενος, πολυπληθής κόσμος των αισθήσεων είναι η έκφραση του πνευματικού κόσμου, απ’ τον οποίο δεν είναι διαχωρισμένος, είναι μια συνειδητοποίηση που αποτελεί, ουσιαστικά, αναπόσπαστο στοιχείο της χριστιανικής παράδοσης (είναι προϋπόθεση για μιαν ορθή κατανόηση της μυστηριακής ζωής της), όπως ακριβώς αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων της Ανατολής. Αλλά, όσον αφορά τον Χριστιανισμό, αυτό έχει επικαλυφθεί, σε ιστορικό επίπεδο, κατά τον τρόπο και για τους λόγους που επισημαίνονται σ’ αυτή τη μελέτη. Είναι από αυτή την οπτική γωνία που η αμφισβήτηση του Χριστιανισμού, από μορφές όπως ο Πλήθων, ο Γκαίτε, ο Μπλέικ, ο Νίτσε (για να αναφέρουμε μόνο αυτούς για τους οποίους έχουμε μιλήσει) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως περιέχουσα ένα θετικό στοιχείο, οσοδήποτε αρνητική κι αν φαίνεται από άλλες πλευρές. Πράγματι, θα μπορούσε, κάλλιστα, να οδηγήσει τους ίδιους τους χριστιανούς θεολόγους στην εκ νέου διακήρυξη αυτού του οράματος της οργανικής πληρότητας της ζωής, του οποίου η μερική έκλειψη μπορεί να ειπωθεί πως προκάλεσε την αμφισβήτηση στην αρχή.