Φίλιπ Σέραρντ Η συμβολική πορεία του Γεώργιου Γεμιστού ΠλήθωναΜετάφραση, Σημειώσεις: Αργύρης Γεωργουλής |
url :
https://www.ellopos.gr/phil-sherrard-pletho.asp
9 Σελίδες
Σελ 8
Ο Γεμιστός Πλήθων δεν ήταν φυσικά το μόνο πρόσωπο που αντέδρασε ενάντια σ’ αυτόν τον φαινομενικό δυϊσμό της μεσαιωνικής χριστιανικής σκέψης. Μάλλον, στάθηκε πρώτος σε μια μακριά και διακεκριμένη σειρά θεωρητικών στοχαστών, στους οποίους περιλαμβάνονται όχι μόνο οι αμέσως επόμενοί του όπως ο Φιτσίνο, ο Πίκο ντελά Μιράντολα[38], ο Τζιορντάνο Μπρούνο[39], και οι πλατωνικοί του Κέιμπριτζ[40], αλλά επίσης συγγραφείς όπως ο Γκαίτε και ο Μπλέικ. Ήταν, ωστόσο, μέσω του Νίτσε, που η πλήρης ισχύς αυτής της αντίδρασης εκδηλώθηκε. Αλλά η επίθεση του Νίτσε δεν κατευθυνόταν απλώς και μόνον ενάντια στη χριστιανική μορφή του δυϊσμού. Είδε τις ιστορικές αιτίες αυτού του δυϊσμού όχι στον Χριστιανισμό αλλά σε πλευρές της φιλοσοφικής παράδοσης του ίδιου του αρχαιοελληνικού κόσμου, και πιο συγκεκριμένα, σ’ αυτήν ακριβώς τη δυϊστική πλευρά της πλατωνικής σκέψης, την οποία έχουμε επισημάνει σε ένα προηγούμενο μέρος αυτής της μελέτης. Σύμφωνα με τον Νίτσε, ήταν αυτός ο δυϊσμός που, πριν ακόμα πάρει τη χριστιανική του μορφή, είχε ήδη σακατέψει τη δημιουργική ζωή της αρχαίας Ελλάδας: «Η ανάδυση Ελλήνων φιλοσόφων από την εποχή του Σωκράτη και μετά είναι ένα σύμπτωμα παρακμής: τα ανθελληνικά ένστικτα γίνονται κυρίαρχα» (Φρίντριχ Νίτσε, Η θέληση για δύναμη)[41]. Αυτοί οι φιλόσοφοι αντιπροσωπεύουν μιαν εξέγερση της λογικής κατά των ενστίκτων. Διδάσκουν την αθανασία της ψυχής, ένα δόγμα του Επέκεινα, και μια άρνηση των αισθήσεων. Γυρνάνε τις πλάτες τους στον κόσμο κι έτσι στρώνουν τον δρόμο για τον Χριστιανισμό. Ο Νίτσε, για τον λόγο αυτό, δεν βλέπει τη σπουδαία περίοδο της αρχαίας Ελλάδας στον πέμπτο αιώνα π.Χ., αλλά στον έκτο αιώνα, κι ακόμα νωρίτερα. Τότε, διακήρυξε, η λογική και το ένστικτο, η ψυχή και το σώμα, ήταν ένα, μια ενιαία έκφραση ζωής. Αυτή ήταν η περίοδος όπου το σύμβολο του Διόνυσου βασίλευε. Ήταν η περίοδος της κατάφασης στη ζωή: «Στο διονυσιακό σύμβολο, επιτυγχάνεται το απώτατο όριο της κατάφασης». Εντός του, υπάρχει «μια διατύπωση της ανώτατης κατάφασης[xi]», γεννημένη από την πληρότητα και την υπερπληρότητα, ένα ναι που λέγεται χωρίς επιφυλάξεις στον βασανισμένο εαυτό, στον ένοχο εαυτό[xii], σε όλα αυτά που είναι αμφίβολα και παράξενα στην ύπαρξη την ίδια» (Φρίντριχ Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, παράρτημα)[42]. Δεν υπήρχε καμία φυγή από την πραγματική ζωή, δεν υπήρχε καμία απόπειρα να υποκριθείς ότι η ζωή είναι οτιδήποτε διαφορετικό απ’ αυτό που είναι, δεν υπήρχε καμία απόδραση στον πανέμορφο αλλά ανύπαρκτο ονειρικό κόσμο των Ολύμπιων θεών. Αντίθετα, υπήρχε ένα ναι στη ζωή όπως αυτή είναι, χωρίς θεό, τσακισμένη, χωρίς σκοπό, τραγική: «Το να πεις το Ναι στη ζωή, μαζί με τα πιο παράξενα και τρομερά προβλήματα της, η θέληση για ζωή που πανηγυρίζει για τις ίδιες τις ανεξάντλητες δυνατότητες της, καθώς θυσιάζει τα πιο υπέροχα δείγματά της – αυτό είναι που καλώ Διονυσιακό» (Φρίντριχ Νίτσε, Το λυκόφως των ειδώλων)[43]. Ήταν αυτή η ενότητα της ζωής και η αποδοχή της ως ολότητας –για αυτό που είναι– χωρίς κανένα ερώτημα για κάποιο Επέκεινα ή για οποιονδήποτε στόχο άλλον απ’ αυτόν ο οποίος εκπληρώνεται με την κατάφαση σ’ αυτή την ίδια, σε πείσμα όλων των αντιφάσεων και των λογικών ατόπων – αυτό ήταν που κατέστρεψαν οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι, όταν ανύψωσαν τη λογική σε μια θέση κυριαρχίας επί των ενστίκτων και ανέπτυξαν λεπτομερειακά μια ηθική παραγόμενη απ’ αυτή τη λογική, ηθική η οποία από μόνη της δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει από τη δυϊστική στάση.
Ο Νίτσε συνέχισε διαβεβαιώνοντας ότι αυτός ο δυϊσμός των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, με την ηθική συμπεριφορά που τον συνόδευε, είχε περάσει στην κατοχή του Χριστιανισμού, και ήταν από αυτή την οπτική γωνία που εξαπέλυσε τη βίαιη επίθεσή του στη χριστιανική παράδοση. Θεώρησε αυτή την επίθεση ένα μεγάλο επίτευγμα: «Αυτό το οποίο με καθορίζει, αυτό που με κάνει να στέκομαι χώρια από όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, είναι το γεγονός ότι αφαίρεσα το προσωπείο από τη χριστιανική ηθική» (Φρίντριχ Νίτσε, Ίδε ο άνθρωπος)[44]. Η χριστιανική ηθική είχε επίσης διαπράξει το μέγα έγκλημα: είχε, επίσης, πει «όχι» στη ζωή. Είχε διδάξει μια καταφρόνια για όλα τα πρωτεύοντα ένστικτα της ζωής, είχε διδάξει μια καταφρόνια για το σώμα και τα πάθη των αισθήσεων. Ήταν μια ηθική της απάρνησης του εαυτού, η οποία «προδίδει τη θέληση για ανυπαρξία», αρνούμενη αυτές καθαυτές τις ρίζες της ζωής. Είχε αποσπάσει βίαια τον άνθρωπο από τη γη, τον είχε ξεριζώσει, με όλη τη σημασία της λέξης. Το όλο πνεύμα του ήταν πνεύμα εχθρότητας προς τη ζωή. Ήταν η δημιουργία παρακμιακών, ανθρώπων που μισούσαν τη ζωή και την αρνούνταν, ανθρώπων που, μη έχοντας ζωντάνια μέσα τους, δεν μπορούσαν να αντέξουν τις εκδηλώσεις της ζωντάνιας των άλλων ανθρώπων, και που, από πόθο για εκδίκηση, διατύπωσαν έναν κώδικα αξιών και ηθικής, ο οποίος αλυσόδεσε τις ανερχόμενες δυνάμεις της ζωής και κάθε αρχέγονης ενέργειας[xiii] και εμπόδισε τη δημιουργική ανάπτυξη του ανθρώπου. «Η ηθική είναι η νοοτροπία των παρακμιακών, ενεργοποιημένη από την επιθυμία να πάρουν εκδίκηση επιτυγχάνοντας σε βάρος της ζωής» (Φρίντριχ Νίτσε, Ίδε ο άνθρωπος)[45]. Ήταν ένα βρυκολάκιασμα, το ρούφηγμα του αίματος της ζωής. Ήταν η δημιουργία του δειλού, κατατρομαγμένου κοπαδιού, για να διασφαλιστεί ότι κανείς δεν θα υψωθεί πάνω από ένα συνηθισμένο επίπεδο μετριότητας: «Καθετί που ανυψώνει το άτομο πάνω από το κοπάδι και είναι πηγή φόβου για τον γείτονα, καλείται, στο εξής, διαβολικό, ενώ η ανεκτική, συνεσταλμένη, ευπροσάρμοστη προδιάθεση και η μετριότητα στις επιθυμίες κατακτούν την ηθική διάκριση και την εκτίμηση» (Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό)[46]. Ήταν μια κριτική που ο Άγγλος Μπλέικ είχε ήδη κάνει: «Οι Γίγαντες που διαμόρφωσαν τον κόσμο αυτόν στην αισθητή του υπόσταση, και τώρα φαίνεται να ζουν μέσα του αλυσοδεμένοι, είναι, στ’ αλήθεια, οι αιτίες της ζωής του και οι πηγές κάθε δραστηριότητας – αλλά, οι αλυσίδες είν’ η πανουργία των δειλών και τιθασεύουν μυαλά, που έχουν τη δύναμη ν’ αντισταθούν στην ενέργεια της ζωής – όπως λέει κι η παροιμία, ο λίγος στο κουράγιο είναι πολύς στην πονηριά» (Ουίλλιαμ Μπλέικ Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης)[47].
Η εκκλησία με τον ηθικό της νόμο αντιπροσώπευε τον θρίαμβο των δειλών και τιθασευμένων μυαλών, έκανε επίθεση σ’ αυτούς τους «Γίγαντες», τις αρχέγονες ενέργειες και τα πάθη –στις ρίζες τους– κι έτσι, ζητούσε να καταστρέψει την ίδια τη ζωή: «Όλοι οι αρχαίοι κάπηλοι της ηθικής ομοφωνούν σ’ αυτό το σημείο, "il faut tuer les passions[xiv]"» (Φρίντριχ Νίτσε, Το λυκόφως των ειδώλων)[48]. Το μεγάλο έργο του ανθρώπου ήταν να ελευθερώσει αυτά τα πάθη από τις αλυσίδες τους, να προετοιμαστεί για μια νέα πληρότητα και πλησμονή ζωής: «Ο στόχος πρέπει να είναι η προετοιμασία μιας αξιολόγησης των αξιών σε νέα βάση[xv] για ένα ιδιαίτερα δυνατό είδος ανθρώπου υπέρτατα χαρισματικό σε διάνοια και βούληση και, μ’ αυτόν τον σκοπό, η βραδεία απελευθέρωση εντός του μιας ολόκληρης στρατιάς από συκοφαντημένα ένστικτα που, ως τα τώρα, είχαν κρατηθεί αναχαιτισμένα» (Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό)[49].