ΠΩΣ ΒΛΕΠΕΙΣ, ἂν κι εἶσαι κρυμμένος, πῶς ὅλα τὰ ἐποπτεύεις,
πῶς δὲν Σὲ βλέπουμε, καὶ μᾶς βλέπεις ὅλους Ἐσύ;
Ὅμως ὄχι ὅλους, δὲν βλέπεις καὶ δὲν γνωρίζεις ὅλους, Θεέ μου,
μόνο τοὺς φίλους Σου γνωρίζεις ἀγαπώντας,
κάνεις ἐξαίρεση, καὶ σ’ αὐτοὺς ἐμφανίζεις τὸν ἑαυτό Σου.
Ἥλιος εἶσαι κρυμμένος ἀπ’ ὅλη τὴ θνητὴ φύση,
στοὺς δικούς Σου ὅμως ἀφήνεσαι κι ἀνατέλλεις, σ’ αὐτοὺς γίνεσαι ὁρατός,
κι ἀνατέλλουν σὲ Σένα οἱ πρὶν στὸ σκοτάδι παραδομένοι,
πόρνοι, μοιχοί, ἄσωτοι, ἁμαρτωλοί, τελῶνες –
ὁ νοῦς τους ἀλλάζει, Παιδιὰ γίνονται τοῦ θείου Σου Φωτός.
[...]
Πρβλ. Μυστικοὶ τῆς Ὀρθοδοξίας (στὸ πρωτότυπο) | Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων (στὰ Νέα Ἑλληνικά)