Η ΔΟΞΑ μὲ δαγκώνει, κενή, μάταιη
τὰ δόντια της ἔμπηξε στὴν καρδιά μου,
μ’ ἀρρώστησε, ὁλόκληρο μὲ διάλυσε
κι ὅταν ἦρθαν τ’ ἄγρια σκυλιά, τὸ πλῆθος τὰ θηρία,
μὲ βρῆκαν νὰ κείτομαι καὶ μὲ κατασπάραξαν.
Ἡ τρυφὴ κι ὁ ἔπαινος τὸν μυελὸ καὶ τὰ νεῦρα μου
διέσπασαν, τῆς ψυχῆς τὴ δύναμη καὶ προθυμία.
Προηγούμενη σελίδα | Περιεχόμενα | Ἑπόμενη σελίδα
Πρβλ. Μυστικοὶ τῆς Ὀρθοδοξίας (στὸ πρωτότυπο) | Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων (στὰ Νέα Ἑλληνικά)