Δεύτερο, κι αὐτὸ εἶχε ἀκόμη μεγαλύτερη σημασία γιὰ τὰ ἀρχικὰ στάδια τῆς νεότερης ἐποχῆς, ἡ καρτεσιανὴ μέθοδος γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς βεβαιότητας ἐναντίον τῆς καθολικῆς ἀμφιβολίας ἀντιστοιχοῦσε ἀκριβέστατα στὸ πιὸ πρόδηλο συμπέρασμα ποὺ ὄφειλε ν' ἀντλήσει κανεὶς ἀπὸ τὴ νέα φυσικὴ ἐπιστήμη: μολονότι δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια ὡς κάτι δεδομένο καὶ ἀποκεκαλυμμένο, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ τουλάχιστον νὰ γνωρίσει ὅ,τι φτιάχνει ὁ ἴδιος.
Αὐτή, πράγματι, ἔγινε ἡ γενικότατη καὶ γενικότατα παραδεδεγμένη στάση τῶν νέων χρόνων, καὶ μᾶλλον αὐτὴ ἡ πεποίθηση παρὰ ἡ ἀμφιβολία ποὺ βρισκόταν στὴν βάση της, ἔσπρωχνε τὴν μιὰ γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη ἐπὶ τριακόσια τόσα χρόνια νὰ ἀνακαλύπτει καὶ νὰ ἐξελίσσεται μὲ ὅλο καὶ πιὸ ἐπιταχυνόμενο ρυθμό.
Πρβλ.: Το βιο-μηχανικό πρόταγμα * Ντυμόν, Προτεσταντισμός και ατομικισμός * Μάμφορντ, Μηχανοποίηση τῶν ἐπιστημῶν * Ντυμόν, Ἐργαλειοποίηση τῆς γνώσης * Καστοριάδης, Ἔγκλειστοι τοῦ ἐπιστημονικοῦ σπηλαίου...