Ἀποσπάσματα
Ἡ ἀσκητικὴ φύση τοῦ Βυζαντίου Ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ρωμαϊκοῦ νόμου Τὸ βυζαντινὸ Κοινόν Τὸ Θεολογικὸ ἐνδιαφέρον
Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ἔλεγε ὅτι προηγεῖται νὰ ἔχω ρομπὸτ (ἢ δούλους) γιὰ νὰ εἶμαι ἐλεύθερος,[1] ἐξαρτῶντας τὴν ἐλευθερία ἀπὸ βιοτικὲς ἀνάγκες. Ὑπὸ τὶς συνθῆκες αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλεύθερος, ὅσα ρομπὸτ ἢ δούλους ἂν ἔχει, ἐφόσον πάντα ὑπάγεται στὶς πιὸ στοιχειώδεις ἔστω ἀνάγκες, στὴν φθαρτότητα τοῦ σώματός του, στὰ ὅρια τῶν δυνάμεών του καὶ τῶν δυνάμεων τῶν μηχανῶν του, κλπ. Κανένας ἄνθρωπος ἢ πολιτισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τελείως τὶς ἀνάγκες τῆς ἀριστοτελικῆς ἢ βιο‑μηχανικῆς ἐλευθερίας, ὅμως οἱ διαφορὲς βαθμοῦ προϋποθέτουν καὶ δημιουργοῦν σημασίες καθοριστικὲς γιὰ τὴν πορεία ἀνθρώπων καὶ κοινωνιῶν.
“Οἱ Ἕλληνες ἔπαθαν σὸκ ὅταν διεπίστωσαν, μὲ τὴν κατάκτησή τους ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὅτι ἡ πατρικὴ περιουσία μεταβιβαζόταν μόνο στὸν πρωτότοκο. Ὁ Ἕλληνας πατέρας δὲν μποροῦσε ν’ ἀφήσει ἄκληρα παιδιά, κι ἂς ἔβλεπε πὼς ἔτσι, ἡ περιουσία κατατεμαχιζόταν σὲ μικροὺς καὶ ἄρα χαμηλῆς ἀποδόσεως κλήρους”.[2]
[1] Βλ. Ἀριστοτέλους, Πολιτικά, 1253b κ.ἑ.
[2] Δρακόπουλος, Κείμενα μὲ σπασμένη ἑνότητα, Θεσ/νίκη 1995, σελ. 138-9.