url : https://www.ellopos.gr/papaioannou.asp
Ο Λόγος έπρεπε να «χάσει» την ευτυχία που χαρακτήριζε την Ελλάδα, όπου ήταν ενσαρκωμένος «στη ζωή ενός ελεύθερου λαού»· το πνεύμα έπρεπε να «καταστρέψει την όμορφη κοινοτική ζωή» (sittlich) της ελληνικής πόλεως γιατί αυτή αγνοούσε την υποκειμενικότητα, το άτομο και την άπειρη αξία του. Στην απολλώνεια τάξη πολιτών ίσων και ενωμένων στο κοινό έργο, το πρόσωπο, το εγώ, δεν είχε ακόμη εκδηλωθεί: το άτομο δεν ήταν παρά μια «εξωπραγματική σκιά». Έτσι η «ωραία ολότητα» υπέκυψε στην ίδια της την ανωριμότητα. Ο άνθρωπος έχασε την ευτυχία του και το πνεύμα την αλήθεια του. «Αλλά τώρα το εγώ βγήκε από την ανυπαρξία του». Η προοδευτική πραγματοποίηση του θα είναι πλέον το μοναδικό περιεχόμενο της ιστορίας αλλά, έχοντας χάσει τον υποστασιακό δεσμό με τους άλλους, η ιστορία θα είναι ιστορία της δυστυχίας του ατόμου και της αλλοτρίωσης όλων. Ολόκληρη η ιστορία μετά το τέλος των αρχαίων δημοκρατιών είναι η αφήγηση της πραγματοποίησης και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Σε όλους τους τομείς της ζωής και του πνεύματος ο άνθρωπος τέθηκε έξω από τον εαυτό του, αντικειμενοποιήθηκε και έγινε ξένος προς τον εαυτό του. Έτσι το συγκεντρωτικό κράτος και η καπιταλιστική οικονομία -οι δύο πόλοι της νεωτερικότητας- είναι αναμφισβήτητα «αποτελέσματα» της «δουλειάς και της δράσης όλων». Αλλά, όντας προϊόντα της αλλοτρίωσης όλων, εμφανίζονται ως ανεξάρτητες πραγματικότητες. Έτσι, μέσα στο μηχανισμό του κράτους «χάνεται το γεγονός ότι αυτό έλκει την καταγωγή του από τη δραστηριότητα τους». Έτσι και στον πλούτο, το υποκείμενο βλέπει τον εαυτό του «έξω από τον εαυτό του», σ' έναν κόσμο αντικειμένων, δαιμονικά προικισμένο με μια «δική του θέληση»: «βλέπει το εγώ του κάτω από την εξουσία μιας ξένης θέλησης». Εν ολίγοις, έπρεπε να σπάσει την «ωραία ολότητα», να περιπλανηθεί στην «άδεια νύχτα του επέκεινα», να γνωρίσει τον χριστιανικό διαμελισμό, να αλλοτριωθεί μέσα στον πλούτο και το κράτος, να περιπλανηθεί ως τα ακραία όρια του ατομισμού για να μπορέσει ο άνθρωπος να πραγματοποιήσει τις δυνατότητές του, να δώσει το μέγιστο της πραγματικότητας και της σταθερότητας στο κοινό έργο και να ονειρευτεί εκ νέου πώς θα συγκροτήσει «ένα εγώ που θα είναι εμείς, ένα εμείς που θα είναι εγώ»: το «παγκόσμιο εγώ».[30]