Φίλιπ Σέραρντ Η συμβολική πορεία του Γεώργιου Γεμιστού ΠλήθωναΜετάφραση, Σημειώσεις: Αργύρης Γεωργουλής |
url :
https://www.ellopos.gr/phil-sherrard-pletho.asp
9 Σελίδες
Σελ 4
Υπάρχει, πάντως, μια άλλη πλευρά του Πλάτωνα, η οποία, από την οπτική γωνία της παράδοσης εκείνης απ’ όπου ο Γεμιστός διατεινόταν ότι προέρχεται, είναι πιο σημαντική. Σύμφωνα μ’ αυτή την οπτική, ο απόλυτος πλατωνικός δυϊσμός, αν όχι καταργείται, τουλάχιστον μετριάζεται. Γιατί, εδώ, ο ίδιος ο ορατός κόσμος θεωρείται πως διαπερνάται από το Αγαθό, και υπάρχει μια απευθείας σύμμειξη του υπερβατικού κόσμου των Ιδεών και του κόσμου των αισθήσεων. Αυτή η δεύτερη άποψη του Πλάτωνα –αυτή η απόπειρα να εκφράσει την πανταχού παρουσία της αλήθειας, τη διείσδυση του αόρατου μέσα στο ορατό, του νοητού κόσμου μέσα στον αισθητό– είναι κάτι το οποίο αναπτύσσεται καθώς ο Πλάτων ωριμάζει. Κατά την εποχή που έγραψε την Πολιτεία, δεν απέδωσε καμία θετική σημασία στον αισθητό κόσμο επειδή ο κόσμος αυτός, καθώς βρίσκεται σε αταξία[i], ήταν άνευ αξίας – ήταν, στην πραγματικότητα, διαβολικός. Αλλά στους επόμενους διαλόγους του, πάνω απ’ όλα στα έργα Τίμαιος και Νόμοι, όσο το ζήτημα της χειροπιαστής πραγματοποίησης μιας γήινης ιδανικής πολιτείας γινόταν όλο και πιο πιεστικό για εκείνον, τόσο αναγκαζόταν, όλο και περισσότερο, να παλέψει για να βρει ένα όραμα το οποίο θα περιελάμβανε τον αισθητό κόσμο, αυτή την αταξία, και θα τον ενσωμάτωνε στον νοητό κόσμο, στη συνολική «θεία» τάξη του σύμπαντος. Ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της συμφιλίωσης του ακίνητου κόσμου των Ιδεών με τον μεταβαλλόμενο κόσμο των αισθήσεων και να βρει κάποιον θετικό συσχετισμό μεταξύ τους. Έπρεπε να ξεφύγει από τον παλαιό παρμενίδειο δυϊσμό του Όντος και του μη Όντος[33], της Αλήθειας και της Δόξας, η οποία, μέχρι τότε, τον διακατείχε, και να προσεγγίσει πιο στενά το δυναμικό όραμα του Ηράκλειτου[34], ο οποίος βρήκε το μυστικό της σταθερότητας στην κίνηση την ίδια.
Η λύση που αναζητούσε, αρχικά, αναδεικνύεται στον Φαίδρο, όπου λέγεται ότι η ψυχή είναι η πηγή της κίνησης (arche tis kineseos)[ii] και όχι κάτι στατικό, όπως είχε θεωρηθεί προηγουμένως. Αυτή η νέα προσέγγιση αναπτύσσεται στον Τίμαιο. Η ψυχή, η πηγή της κίνησης, είναι αυτοκινούμενη, ωστόσο, κινείται σύμφωνα με το πρότυπο του ακίνητου, νοητού κόσμου. Είναι ένας μεσολαβητής ανάμεσα στον στατικό, αιώνιο κόσμο των Ιδεών και στον αισθητό κόσμο. Η ανθρώπινη ηθική πρέπει να θεμελιωθεί μέσα στην κοσμική τάξη. Η ανθρώπινη ψυχή είναι συνδεδεμένη με την ψυχή του Κόσμου. Υπάρχει στον Τίμαιο ένα είδος τριάδας αποτελούμενης από τον Νου, την Ψυχή και το Σώμα του Κόσμου. Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια διαδικασία ενσάρκωσης, σε εμβρυακό στάδιο ακόμη αλλά με υψηλή δυνατότητα ανάπτυξης. Ο μεταβαλλόμενος, αισθητός κόσμος παίρνει τη θέση του μέσα στον κόσμο του Είναι: είναι ριζωμένος στον θεϊκό κόσμο. Η τριάδα του Νου, της Ψυχής και του Σώματος αποτελεί το «πλήρες σύνολο του Είναι» (το παντελώς του Σοφιστή)[iii]. Ο Δημιουργός[iv] που πλάθει τον αισθητό κόσμο δεν είναι τόσο μια ανταγωνιστική, ξεχωριστή δύναμη, όσο ένας μυθικός δίδυμος της Ψυχής του Κόσμου. Ο κόσμος είναι αιώνιος, ένα θεϊκό Σύμπαν, σε μια κατάσταση διαρκούς κίνησης, υφιστάμενο της Ψυχής του Κόσμου, η οποία είναι επίσης αιώνια. Ο κόσμος είναι, κατά μια έννοια, το ζωντανό σώμα του θείου, μια αποκάλυψη του θείου. Ο Πλάτων εδώ προσεγγίζει ένα όραμα της οργανικής πληρότητας των πραγμάτων που δεν γινόταν αποδεκτό στους προηγούμενους διαλόγους του.
Ο Τίμαιος εκφράζει την ιδέα ενός κοσμικού Θεού, η οποία επρόκειτο να κυριαρχήσει τόσο πολύ στον ελληνιστικό κόσμο. Αλλά αυτός ο Θεός είναι ένας αντί-κείμενος και απρόσωπος Θεός. Δεν είναι ένας προσωπικός και υπό-κείμενος Θεός[v]. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό γίνεται εμφανές όταν ληφθεί υπόψη η θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν και η σχέση του με το θείο. Για τον Πλάτωνα του Τίμαιου, ο άνθρωπος δεν είναι ένας απομονωμένος πόλος συνδεδεμένος με έναν άλλον απομονωμένο πόλο, που είναι ο Θεός. Η σχέση ανθρώπου και Θεού δεν είναι μια προσωπική σχέση ολοκληρωμένη από μόνη της, μια αμοιβαία σχέση ανταπόδοσης ανάμεσα στον ένα και τον άλλον πόλο. Ούτε είναι αυτή η σχέση περισσότερο προσωπική για τους σοφούς των ελληνιστικών χρόνων. Ο Θεός των σοφών των ελληνιστικών χρόνων είναι, ουσιαστικά, ένας Θεός του σύμπαντος. Ο άνθρωπος είναι μέρος του σύμπαντος. Αποκομμένος από το σύμπαν, ο άνθρωπος είναι ανύπαρκτος. Αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με τη δεσπόζουσα τάση της φιλοσοφίας της πόλης-κράτους. Για τον πέμπτο και τον τέταρτο αιώνα π.Χ., ο άνθρωπος ήταν, πρώτ’ απ’ όλα, ένα μέλος της πόλης. Μόνο εντός της μεγαλύτερης μονάδας, της πόλης, αποκτούσε τη θέση που του άρμοζε. Ήταν η ιδιότητά του ως μέλους της πόλης που τον διαχώριζε από τα ζώα ή, τουλάχιστον, η ιδιότητα αυτή ήταν απόδειξη της ύπαρξης, εντός του, εκείνου του στοιχείου της λογικής που τον διαχώριζε από τα ζώα. Καλούσε τον εαυτό του ζώον πολιτικόν. Μόνο απ’ αυτή τη σκοπιά μπορεί κανείς να καταλάβει τον φόβο, καθώς και τη δριμύτητα, της εκδίωξης από την πόλη. Το να εξοριστείς από την πόλη σήμαινε την αποστέρηση της ανθρώπινης ιδιότητας. Σήμαινε το να είσαι αποκλεισμένος από τη συμμετοχή σε όλα εκείνα που έδιναν αξία στην ανθρώπινη ζωή. Έξω από την πόλη δεν υπήρχε ανθρώπινη ζωή.