Φίλιπ Σέραρντ Η συμβολική πορεία του Γεώργιου Γεμιστού ΠλήθωναΜετάφραση, Σημειώσεις: Αργύρης Γεωργουλής |
url :
https://www.ellopos.gr/phil-sherrard-pletho.asp
9 Σελίδες
Σελ 6
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αποσπάσματα στα Ερμητικά Κείμενα τα οποία επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή του αισθητού κόσμου στον θεϊκό με έναν τρόπο πολύ πιο θετικό από αυτόν του Τίμαιου. Η ζωή δεν είναι μόνο ένας εφιάλτης, ο κόσμος δεν είναι ένα μάταιο τίποτα, ένα βασίλειο σκιών: «Ο Θεός είναι η πηγή όλων αυτών που υπάρχουν, Αυτός είναι η πηγή του μυαλού και της φύσης και της ύλης. Για να κάνει φανερή τη σοφία Του κατασκεύασε όλα όσα υπάρχουν, γιατί Αυτός είναι η πηγή των όλων» (Lib.III.l). Ο κόσμος είναι η αποκάλυψη του Θεού απ’ αυτόν τον ίδιο και «μέσα στον Θεό βρίσκεται η ουσία της φύσης» (Lib.III.I). Ο αισθητός, μεταβαλλόμενος κόσμος είναι επίσης μέρος μιας αόρατης, ακίνητης πραγματικότητας: «Ο Θεός, που είναι ακίνητος, κινείται μέσα σε καθετί που κινείται, και Αυτός, που είναι κρυμμένος, γίνεται φανερός μέσα από τα έργα του» (Lib.V.5). Ο Θεός συνεχώς φτιάχνει «όλα τα υπαρκτά, στον παράδεισο, στους αιθέρες, στη γη και στις αβύσσους, σε κάθε μέρος του σύμπαντος, σε όλα όσα υπάρχουν και όσα δεν υπάρχουν. Γιατί σε όλα αυτά δεν υπάρχει κάτι που Αυτός να μην είναι. Και τα πράγματα που υπάρχουν, και τα πράγματα που δεν υπάρχουν είναι Αυτός» (Lib.V.9). Ο Θεός, η αλήθεια, είναι ταυτοχρόνως ένα και πολλά, είναι μια ενότητα μες τη διαφορετικότητα, μια άυλη υλικότητα: «Είναι κρυμμένος, κι όμως ακόμα περισσότερο φανερός. Γίνεται αντιληπτός μόνο από τη σκέψη, κι όμως μπορούμε να Τον δούμε με τα μάτια μας. Είναι ασώματος, κι όμως έχει πολλά σώματα ή, καλύτερα, είναι ενσωματωμένος σ’ όλα τα σώματα. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι Αυτός, γιατί είναι όλα όσα υπάρχουν, και με το παραπάνω. Γι’ αυτόν τον λόγο, όλα τα ονόματα είναι ονόματα Αυτού, επειδή όλα τα υπαρκτά προέρχονται από Αυτόν, τον μοναδικό Πατέρα τους, και γι’ αυτόν τον λόγο, Αυτός δεν έχει όνομα, επειδή είναι ο Πατέρας των όλων» (Lib.V.10). Είναι ένας αντίλαλος του Ψαλμωδού: ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ ἐκεῖ εἶ, ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ᾅδην, πάρει· ἐὰν ἀναλάβοιμι τὰς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καὶ κατασκηνώσω εἰς τὰ ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καὶ γὰρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με.[36] Θα μπορούσε να δοθεί η εντύπωση, από αποσπάσματα σαν τα παραπάνω, ότι ο δυϊσμός ξεπεράστηκε, αλλά όχι με οποιονδήποτε τρόπο που να είναι εξηγήσιμος με λογικούς όρους, γιατί μια τέτοια απόπειρα εξήγησης καταλήγει αναγκαστικά στον δυϊσμό, απ’ τον οποίο επιδιώκει να ξεφύγει. Η κατανόηση της πραγματικότητας που εκφράζεται σε τέτοια αποσπάσματα των Ερμητικών, κατανόηση που φαίνεται να υπερβαίνει τον δυϊσμό της παρμενίδειας και πλατωνικής κληρονομιάς, απαιτεί έναν τρόπο αντίληψης ο οποίος βρίσκεται πέρα απ’ αυτόν της λογικής. Απαιτεί την υπαγωγή της λογικής σε μια μορφή διανοητικής ή γνωστικής αντιληπτικότητας[vi] την οποία τα Ερμητικά υποδεικνύουν λέγοντας ότι ο Θεός μπορεί να ειδωθεί «με την καρδιά μόνο» (Lib.VII.2). Είναι η ίδια μορφή αντίληψης με αυτήν που υποδεικνύεται από τον Πλωτίνο, όταν γράφει: «Όταν βλέπεις τον Θεό, αυτό που βλέπει δεν είναι το λογικό, αλλά κάτι μεγαλύτερο και προγενέστερο, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση της λογικής, όπως τέτοιο είναι και το αντικείμενο που βλέπεται».
Είναι σε ένα απόσπασμα το οποίο μιλάει για τα σεξουαλικά πάθη του ανθρώπου, όπου αποκαλύπτεται, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, πόσο πολύ μπορούν, κάποιες στιγμές, οι συγγραφείς των Ερμητικών να ξεπεράσουν τη δυϊστική οπτική, να φτάσουν πέρα από την αντικειμενικότητα και το απρόσωπο της αρχαίας ελληνικής και της ελληνιστικής φιλοσοφικής παράδοσης και να καταλήξουν σε μια κατανόηση της πραγματικότητας η οποία ξεφεύγει από τις κυρίαρχες ορθολογιστικές κατηγορίες. Τα σεξουαλικά πάθη είναι αυτά που δέχονται τις πιο άμεσες επιθέσεις στη βάση μιας ηθικής δυϊστικής, που αρνείται τις αισθήσεις. Ο ανορθολογικός χαρακτήρας τους είναι ένα σκάνδαλο και ένας λίθος προσκόμματος για εκείνους που βλέπουν τον «παράδεισο» σαν μια κατάσταση καθαρής λογικής τάξης και αρμονίας και, έτσι, αντιμετωπίζονται ως «διαβολικά» και σαν κάτι που πρέπει να κατασταλεί και να αποσβεσθεί μέσω μιας μακράς διαδικασίας ασκητικής πειθαρχίας. Η εικόνα του Έρωτα «σταυρωμένου» στον σταυρό της λογικής στέκεται πάνω από το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης ηθικότητας. Τα Ερμητικά στο ακόλουθο απόσπασμα προχωρούν πέρα από μια τέτοια ηθικότητα και συνδέουν τα ερωτικά πάθη με τις υψηλότερες διεργασίες της ζωής, βλέποντας τα σαν εκδηλώσεις της θείας ενέργειας της ίδιας: «Και σ’ αυτή τη σύνδεση των δύο φύλων ή, για να μιλήσουμε ακριβέστερα, αυτή την ένωσή τους σε ένα, η οποία δικαίως μπορεί να ονομαστεί Έρως, ή Αφροδίτη, ή και τα δυο μαζί, υπάρχει ένα βαθύτερο νόημα που ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει. Είναι μια αλήθεια που πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως σίγουρη και προφανής περισσότερο από κάθε άλλη αλήθεια, ότι από τον Θεό, τον Κύριο όλης της γενεσιουργού δύναμης, έχει σχεδιαστεί και παραχωρηθεί σ’ όλα τα πλάσματα αυτό το μυστήριο της αιώνιας αναπαραγωγής, με όλη την τρυφερότητα, όλη τη χαρά και την ευφροσύνη, όλο τον πόθο και την παραδείσια αγάπη, όλα αυτά που είναι εγγενή στοιχεία του. Και θα ήταν ανάγκη να μιλήσω για την ακαταμάχητη δύναμη με την οποία το μυστήριο αυτό δένει μαζί τον άνδρα με τη γυναίκα, αν δεν ήταν γεγονός ότι ο καθένας μας, αν κατευθύνει τη σκέψη του στον εαυτό του, μπορεί να μάθει γι’ αυτό από τα εσώτατα αισθήματά του» (Asclep.III.21).