Φίλιπ Σέραρντ Η συμβολική πορεία του Γεώργιου Γεμιστού ΠλήθωναΜετάφραση, Σημειώσεις: Αργύρης Γεωργουλής |
url :
https://www.ellopos.gr/phil-sherrard-pletho.asp
9 Σελίδες
Σελ 7
Θα ήταν λάθος να δώσουμε μεγάλη έμφαση σ’ αυτήν τη ρήξη των Ερμητικών Κειμένων με την πιο ορθολογιστική πλευρά της αρχαίας ελληνικής και της ελληνιστικής φιλοσοφίας. Χρειάζεται μόνο να επισημάνουμε ότι μια τέτοια ρήξη είναι αυτονόητη σε συγκεκριμένα αποσπάσματα της συλλογής. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με μόνη τη λογική: ένας άλλος τρόπος αντίληψης είναι αναγκαίος, ένας πιο διαισθητικός και ενατενιστικός τρόπος. Αλλά, σε γενικές γραμμές, η όλη συλλογή συνεχίζει την αντικειμενική, απρόσωπη παράδοση, η οποία κατέρχεται από τον Πλάτωνα και στης οποίας την πορεία έχουμε ρίξει μια σύντομη ματιά. Έτσι, απ’ τη μια μεριά, επαναδιακηρύσσει τον δυϊσμό του Φαίδωνα, του Συμποσίου και της Πολιτείας. Αλλά από την άλλη πλευρά, επίσης, εκφράζει αυτό το όραμα της οργανικής πληρότητας της ζωής, της σύμμειξης του αισθητού και του νοητού, ορατού και αόρατου, το οποίο εισάγεται στον Τίμαιο και σε κάποιες απόψεις του Στωικισμού. Ο Θεός δεν αποκλείει τον κόσμο των αισθήσεων και η αλήθεια είναι παρούσα στις ίδιες τις μορφές της φύσης: δεν αντιτίθεται στη δημιουργία. Τόσο η μορφή όσο και η ύλη, η πάντοτε ενεργητική συνείδηση και η παθητική μη-συνείδηση, είναι πλευρές μιας μοναδικής πραγματικότητας η οποία βρίσκεται παντού, στα πάντα: «Παντού θα έρθει να σε συναντήσει ο Θεός, παντού θα σου εμφανιστεί, σε μέρη και στιγμές που δεν θα ψάχνεις κάτι τέτοιο, την ώρα που ξυπνάς και μες στον ύπνο σου, όταν ταξιδεύεις στη θάλασσα και στη στεριά, τη νύχτα και τη μέρα, όταν μιλάς κι όταν είσαι σιωπηλός – γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι ο Θεός. Κι εσύ λες “ο Θεός είναι αόρατος”; Μη μιλάς έτσι. Ποιος είναι πιο φανερός από τον Θεό; Γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό έχει φτιάξει τα πάντα, ώστε μέσα απ’ όλα να μπορείς να τον δεις. Αυτή είναι η αγαθότητα του Θεού, το ότι φανερώνει τον εαυτό του μέσα από το καθετί. Τίποτα δεν είναι αόρατο, ακόμα και κάτι άυλο: το μυαλό βλέπεται μες από τη σκέψη, και ο Θεός μες από τα έργα του» (Lib.XI.22).
Η μεγάλη ρήξη με το απρόσωπο και την αντικειμενικότητα της αρχαίας ελληνικής και της ελληνιστικής φιλοσοφίας, με την έμφαση στα θαύματα του εξωτερικού κόσμου και τη λατρεία ενός Θεού ο οποίος ταυτίζεται με μια καταληπτή συμπαντική τάξη, έρχεται, φυσικά, με τον Χριστιανισμό. Η έμφαση μεταφέρεται από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό κόσμο, στον εσωτερικό αγώνα και το τάνυσμα της ανθρώπινης ψυχής. Το πόσο από το χριστιανικό μυστήριο προεικονίστηκε στις μυστηριακές θρησκείες του αρχαίου κόσμου δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει σ’ αυτό το σημείο. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι με τον Χριστιανισμό, το ξεχωριστό άτομο, το ανθρώπινο πρόσωπο, ήρθε αντιμέτωπο κατάφατσα, ως ένας ξεχωριστός πόλος, με ένα εξίσου ζωντανό πρόσωπο, έναν εξίσου ξεχωριστό πόλο – τον Θεό. Ο Χριστιανισμός έδωσε στον άνθρωπο, ως άτομο, την αίσθηση ότι μέσα του, μέσα σε μια ξεχωριστή ύπαρξη, τελείως ξεχωρισμένη από οποιαδήποτε πολιτεία ή συμπαντική τάξη, βρίσκονται τα βαθύτερα μυστήρια της ζωής: το υπερφυσικό κατοικεί εντός του. Δεν χρειάζεται πια να θυσιάσει τον εαυτό του σε οποιαδήποτε μεγαλύτερη, πιο σημαντική –αλλά πιο απρόσωπη– ολότητα, έτσι ώστε να ανταποκριθεί στο πεπρωμένο του. Είναι, δυνάμει, ο ίδιος αυτή η ολότητα. Η αποστολή του είναι να εισχωρήσει μέσα στα δικά του εσώτερα βάθη, όπου μπορεί να συναντηθεί και να ενωθεί με αυτόν τον Άλλον, που είναι ταυτόχρονα η πηγή και η μόνη αληθινή πλευρά της προσωπικότητάς του. Στο χριστιανικό μυστήριο, όπως έχει εκδηλωθεί μέσω των μεγάλων δασκάλων της χριστιανικής παράδοσης της ενατένισης του θείου[vii], τα τελευταία ίχνη αυτής της απρόσωπης και «αντικειμενικής» μορφής της κλασικής νοησιαρχίας, τα οποία είναι ακόμα παρόντα στη σκέψη του Πλωτίνου, έχουν εξαφανιστεί και το σύνολο δράμα της ανθρώπινης ζωής εστιάζεται σε μια ενδότερη, στενή, έντονα προσωπική ανταλλαγή ανάμεσα στο ανθρώπινο άτομο και τον Θεό, ανάμεσα στο ανθρώπινο πλάσμα και το Άκτιστο Φως. Είναι ένα δράμα που λαμβάνει χώρα μέσα στα βάθη της απομονωμένης και αποτραβηγμένης ανθρώπινης ψυχής.
Όμως, κατά τον χρόνο που τοποθέτησε την αλήθεια στα ανεξερεύνητα βάθη της ατομικής εμπειρίας και αποκατέστησε την υποκειμενική και προσωπική πλευρά της ζωής του ανθρώπου, κι έτσι τον έσωσε από την αίσθηση της απόγνωσης και της ασημαντότητας μπροστά στις τεραστίου μεγέθους απρόσωπες διαδικασίες του σύμπαντος, ο Χριστιανισμός, επίσης, υιοθέτησε έναν δυϊσμό –παρόμοιο κατά πολλούς τρόπους με αυτόν μιας άποψης του Πλατωνισμού– ο οποίος αντιπροσώπευε μια τεράστια υποτίμηση του κόσμου, έτσι όπως αυτός παρουσιάζεται μέσω των αισθήσεων. Το σύμπαν «απομυθοποιήθηκε»[viii], απογυμνώθηκε από τη σχέση του με το θείο. Τα στοιχεία του σύμπαντος –νερό, γη, αέρας, φωτιά– θεωρήθηκαν ως ελεγχόμενα από πνεύματα εχθρικά προς τον Θεό. Η υπέρβαση εξυμνήθηκε σε βάρος του φυσικού, το αόρατο σε βάρος του ορατού. Είναι αλήθεια ότι, όσον αφορά την ελληνική Πατερική Θεολογία, η φύση στην πρωταρχική της μορφή θεωρείται ότι είναι καλή και αντιπροσωπεύει μια σειρά από θεσπέσιες θεοφάνειες και ακόμα και στην πτωτική της κατάσταση διατηρεί μορφές των οποίων ο στοχασμός μπορεί να οδηγήσει το μυαλό σε μια πρότερη επίγνωση της θεϊκής ομορφιάς. Αλλά, δυστυχώς, πολύ συχνά, ο αισθητός κόσμος από μόνος του δεν θεωρείται τίποτε παραπάνω από μια «άμορφη κολασμένη μάζα»[ix] παραδομένη στις διαβολικές δυνάμεις. Γι’ αυτό ο χριστιανικός ασκητισμός απαίτησε μιαν απόρριψη αυτού του κόσμου, την εγκατάλειψή του για χάρη ενός υπεραισθητού κόσμου. Στη σφαίρα της φύσης και των φυσικών παθών και ενστίκτων, ο διάβολος είναι ενεργός. Ο σκοπός του διαβόλου είναι να εμποδίσει την ένωση της ψυχής με τον Θεό. Κατά συνέπεια, το πρώτο βήμα προς μια τέτοια ένωση είναι η νέκρωση των αισθήσεων και των παθών και η αποκοπή οποιωνδήποτε δεσμών συνδέουν τον άνθρωπο, ως πλάσμα με αισθήσεις, με την οικουμένη.
Ήταν ενάντια σ’ αυτή την πλευρά του Χριστιανισμού, που ο Γεμιστός Πλήθων εγκαινίασε μιαν αντίδραση. Εκ των υστέρων, είναι δύσκολο να κάνουμε κάτι παραπάνω από εικασίες για την ουσία της αντίδρασής του: το έργο απ’ το οποίο είχε συναγάγει τις κεντρικές του ιδέες, οι Νόμοι, κάηκε, λίγο μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, από τον Πατριάρχη Γεννάδιο[37], τον αντίπαλο του Πλήθωνα επί μακρόν, και μόνον αποσπάσματά του διασώθηκαν. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι θεωρούσε σαν ακατάλληλη μια θρησκεία η οποία, όπως ο Χριστιανισμός, φαινόταν να είναι σε μεγάλο βαθμό αρνητική προς τον κόσμο των αισθήσεων και η οποία, για να εξηγήσει τις καταστροφικές και ανορθολογικές δυνάμεις της ζωής, τις είχε συνδέσει με έναν εσμό δαιμόνων οι οποίοι δεν είχαν καμία θέση στον θεϊκό κόσμο. Για τον Πλήθωνα, ο Χριστιανισμός, κάνοντας δικό του έναν δυϊσμό που διαχώριζε ριζικά τον κόσμο των αισθήσεων από την υπερβατική του προέλευση και εστιάζοντας την προσοχή του σχεδόν αποκλειστικά στην απολύτρωση του ανθρώπου από τον ιστορικό χρόνο[x], είχε σπάσει τη μεγαλειώδη παράδοση του αρχαίου κόσμου. Είχε καταλύσει τον μύθο αυτής της παράδοσης, ο οποίος είχε συνδέσει τον ορατό κόσμο με τα αόρατα αρχέτυπα. Είχε συλλάβει την έννοια μιας θεότητας που απέκλειε την αίσθηση της ιερότητας της φυσικής τάξης, έναν μονοθεϊσμό που απέκλειε τον πολυθεϊσμό. Ο Πλήθων επεδίωκε να αναζωογονήσει μιαν επίγνωση των ζωντανών αληθειών πάνω στις οποίες στηριζόταν ο κόσμος. Στο μέτρο που μπορεί κάποιος να βγάλει συμπεράσματα, επιτέθηκε στην πίστη σε διαβολικά πνεύματα, σαν κάτι κατασκευασμένο από τους χριστιανούς, και επεδίωξε να συνδέσει κάθε πλευρά της ζωής με το θείο μέσω μιας ολόκληρης αλυσίδας οντοτήτων, εκτεινόμενης από τις υψηλότερες μέχρι τις χαμηλότερες μορφές της ύπαρξης. Μ’ άλλα λόγια, επεδίωξε να αναφέρει ολόκληρη τη δημιουργία στο θείο, και να γεφυρώσει το χάσμα, το οποίο, όπως πίστευε, ο χριστιανικός δυϊσμός είχε ανοίξει ανάμεσά τους.