Ἀποσπάσματα
Σελ 10
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΗ μειονεξία τῶν Βυζαντινῶν ὑπῆρξε στὴν ἐν γένει ἐμμονή τους στὸ ρωμαϊκὸ νομικὸ πλαίσιο, τὸ ὁποῖο, “ἄργησαν πολὺ πρὶν ἐπιτρέψουν νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας”.[38] Ἡ Πόλη δὲν ἦταν μόνο Νέα ἀλλὰ καὶ Ρώμη, “ἡ πρωτοβυζαντινὴ καὶ ἡ ὕστατη ἑλληνορωμαϊκὴ ἐποχὴ σχηματίζουν μιὰ πολιτισμικὴ ἑνότητα σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε ἕνας σαφὴς διαχωρισμὸς εἶναι σχεδὸν ἀδύνατος”.[39]
Ἀμέσως φαίνεται αὐτὸ στὴν τέχνη, γιὰ παράδειγμα στὰ ἀρχαῖα ψηφιδωτὰ τοῦ ἁγ. Γεωργίου στὴν Θεσσαλονίκη: “τὰ περισσότερα βρίσκονται στὸν τροῦλλο, καὶ παριστάνουνε χτίρια μὲ λιγοστοὺς ἁγίους, ποὺ στέκουνται μέσα σ’ αὐτά. Ὁ χαραχτήρας τους εἶναι ἑλληνιστικός, τὰ δὲ πρόσωπα μοιάζουνε μὲ Ρωμαίους, σκληρὰ καὶ μὲ λίγη ἔκφραση, καὶ μὲ πιὸ λίγη θρησκευτικὴ πνοή”.[40] Ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης προερχόταν ἀπὸ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο, καθυστερῶντας περίπου δύο αἰῶνες ἕως ὅτου ἄρχισε νὰ ἔχει εὐρύτερη ἐπίδραση, ἄλλον ἕνα αἰῶνα γιὰ νὰ γίνει ἐπίσημη θρησκεία καὶ ἄλλον ἕνα γιὰ νὰ μειώσει τὸ στρατοκρατικὸ καὶ νομικιστικὸ πνεῦμα τῶν αὐτοκρατόρων. Οἱ ὑπόλοιποι ἐννιὰ αἰῶνες θὰ εἶναι πιὰ δικοί της, ἀναδεικνύοντας τὴν πίστη σὲ κεντρικὴ ἀξία, ποὺ μεταμόρφωνε ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ βυζαντινοῦ βίου, μὲ τὴν πολιτειακὴ θέσμιση νὰ δέχεται τὶς εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς σκέψης.
Ἤδη “τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀκόμη ἦταν ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἡ λατινική, οἱ ἱστοριογράφοι (ὁ Εὐσέβιος π.χ. ἢ ὁ Προκόπιος), —παραλλήλως πρὸς τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς ὑμνογράφους—, ἔγραφαν μόνον στὰ ἑλληνικά”,[41] ὄχι συνειδητὰ ἐπιλέγοντας εἰς βάρος τῶν λατινικῶν, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἐν γένει συνέβη νὰ εἶναι ἑλληνόφωνη, ὥστε ἡ ἐξάπλωσή της μεγάλωνε τὴν συνείδηση τῆς αὐτοκρατορίας ὡς συνείδηση ἑλληνικὴ μαζὶ καὶ χριστιανική, πάντα μέσα στὰ πολιτειακὰ ἤθη τοῦ ρωμαϊκοῦ νόμου, ὅμως διαμορφωνόμενα πιὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας: “ἡ ὑπερίσχυση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας πάνω στὶς [ἀρχαῖες] ἑλληνικές, ρωμαϊκὲς καὶ μεσοανατολικὲς θρησκευτικὲς δοξασίες ἐπιφέρει σιγὰ σιγὰ μιὰ κοσμογονικὴ ἀλλαγὴ ποὺ γεννᾶ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, δηλ. τὴ σύζευξη τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς ἀρχαιότητας μὲ τὸν Χριστιανισμό”.[42]
[38] Ράνσιμαν, Βυζαντινὸς πολιτισμός, ὅ.π., σ. 86.
[39] Ποῦχνερ, Εὐρωπαϊκὴ θεατρολογία, ὅ.π., σ. 16. Γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ συνείδηση τῆς ἴδιας τῆς Κωνσταντινούπολης, βλ. π.χ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (Εἰς Καισάριον, κεφ. 8, ἑν. 4): “ἡ πόλις δὲ ἦν τὸ Βυζάντιον͵ ἡ νῦν προκαθεζομένη τῆς Εὐρώπης πόλις”, τὸν Κων/νο Πορφυρογέννητο, (Περὶ θεμάτων, Ἀσία, κεφ. 1), κλπ. Χαρακτηριστικὸ γιὰ τὴ Δύση εἶναι ὅτι τὸ περὶ Ἁλώσεως κεφάλαιο τῆς Cosmographia τοῦ πάπα Πίου Β’, περιέχεται στὴν ἑνότητα μὲ τὸν γενικὸ τίτλο De Europa.
[40] Κόντογλου, Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη, ὅ.π., σ. 126.
[41] Τωμαδάκης Ν., “Οἱ βυζαντινοὶ ἱστορικοί”, ΕΕΦΣΠΑ περ. Β’, τ. Ε’, 1954-5, σ. 91.
[42] Ποῦχνερ, Εὐρωπαϊκὴ θεατρολογία, ὅ.π., σ. 17.