Ἀποσπάσματα
Σελ 8
Σύμφωνα μὲ τὴν νεαρὰ Κωνσταντίνου Θ’ τοῦ Μονομάχου (1045), ὁ αὐτοκράτορας “γνωρίζει καλὰ πὼς ἡ ἐξουσία εἶναι ἔννομος ἐπιστασία, καὶ παραλαμβάνει μὲ θέρμη ὡς σοφὸ κυβερνήτη τῆς ἐξουσίας τὸν νόμο, ὁ ὁποῖος εἶναι εὕρημα καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀποκαλεῖται καὶ θεωρεῖται τέχνη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἴσου, διορθώνει τὸν ἀνθρώπινο βίο, ὥστε μιὰ θαυμαστὴ τάξη πρυτανεύει στὰ πράγματα”.[31] Χάρη στὸ βυζαντινὸ κοινόν, ἔγινε δυνατὴ χιλιετὴς συνοχὴ στὸ ἴδιο τὸ ‘ψυχρότερο’, νομικιστικὸ καὶ βιο‑μηχανικό, πολιτειακὸ ἐπίπεδο, καὶ ὁ αὐτοκράτορας, ἂν μή τι ἄλλο, “ἀναγνώριζε πάντα τὴν ὑποχρέωσή του νὰ σέβεται τοὺς θεμελιώδεις νόμους τοῦ ρωμαϊκοῦ λαοῦ.[32]
“Καὶ κάπου πολὺ βαθιὰ ὑπῆρχε πάντα ἡ ἰδέα ὅτι ἡ κυριαρχία ἀνῆκε στὸν λαὸ καὶ ὁ λαὸς εἶχε ἐκχωρήσει τὴν ἐξουσία του στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ Ἰουστινιανός, στὴ Lex de Imperio, ἀναφέρει ρητὰ ὅτι ὁ λαὸς ἔχει μεταβιβάσει τὴν ἐξουσία του στὸν αὐτοκράτορα ... Πρῶτα-πρῶτα ὁ θρόνος ἦταν αἱρετός. Ὕστερα ὑπῆρχε αὐτὸ ποὺ ὁ Mommsen ὀνομάζει ‘τὸ νόμιμο δικαίωμα τῆς ἐπανάστασης’, ἕνα δικαίωμα ποὺ ὁ πατριάρχης Νικόλαος Μυστικὸς δὲν φοβήθηκε νὰ τὸ διακηρύξει τὸν 10ο αἰῶνα.[33] Οἱ ἐκλέκτορες τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν ἡ σύγκλητος, ὁ στρατὸς καὶ ὁ λαὸς τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐπευφημηθεῖ ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ σώματα καὶ ὕστερα ἀκολουθοῦσε ἡ τελετὴ τῆς στέψης ... Ἂν ἀποδεικνυόταν ἀνίκανος, τότε ὁποιοσδήποτε ἀπὸ τοὺς ἐκλέκτορές του εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ ἀνακηρύξει ἄλλον αὐτοκράτορα”.[34]
[31] Κωνσταντῖνος Θ’ Μονομάχος, Νεαρὰ ἐπὶ τῇ ἀναδείξει καὶ προβολῇ τοῦ διδασκάλου τῶν νόμων, ἑν. 2, εἰς Ζακυθηνοῦ (ἐπιμ.), Βυζαντινὰ κείμενα…, ὅ.π., σ. 158.
[32] Π.χ. Πανδέκται, Ι. ΙΙΙ, 31. Βασιλικά, ΙΙ, VI, 1.
[33] Νικολάου Μυστικοῦ, Ἐπιστολαί, PG 111.210.
[34] Ράνσιμαν, Βυζαντινὸς πολιτισμός, ὅ.π., σελ. 70-71.