Ἀποσπάσματα
Σελ 2
Μόνο ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς συνέβη στὸ Βυζάντιο κοινωνία ἑνωμένη, ζωντανὴ πίστη καὶ γνήσια εὐσέβεια, δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία, ἀγάπη γιὰ τὰ γράμματα, ἅγιοι καὶ πατέρες οἱ μεγαλύτεροι τῆς χριστιανοσύνης, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀρκετοὶ “ἀντιτάχθηκαν σὲ αἱρετικοὺς αὐτοκράτορες τῆς ἐποχῆς τους – ἅγ. Ἀθανάσιος, ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ τόσοι ἄλλοι...”. Αὐτὸ εἶναι τὸ Κοινὸν ποὺ ἔχουν, εἶναι καὶ τιμοῦν ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοκράτορες, ἀκόμη καὶ ὅταν ζητοῦν νὰ τὸ παρακάμψουν, αὐτό ἡγεῖται, καὶ στὴν πράξη του φανερώνει πὼς ἡ Ἐκκλησία, στὸν βαθμὸ ποὺ παραμένει πραγματική, “εἶναι καθολικὴ σὲ ὅλα τὰ μέρη της: κάθε μέλος της, ὄχι μόνο ὁ κληρικός, ἀλλὰ καὶ κάθε λαϊκὸς καλεῖται νὰ ὁμολογεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἀλήθεια τῆς παραδόσεως, καὶ νὰ ἀντιτάσσεται ἀκόμη καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς ἐπισκόπους, ἂν πέφτουν σὲ αἵρεση”.[74] Ἄλλωστε τὸ ἴδιο τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα εἶναι αἱρετό, στὴν δὲ ψηφοφορία συμμετέχουν καὶ λαϊκοί, ἐνῶ μπορεῖ κάποιος νὰ προταθεῖ γιὰ ἐπίσκοπος ἐνῶ ἀκόμη εἶναι λαϊκός, δηλαδὴ χωρὶς νὰ ἔχει περάσει ἀπὸ τοὺς προηγούμενους βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης ἢ χωρὶς νὰ ἔχει γίνει μοναχός. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸν ἐπίσκοπό της ἐκλέγει κατὰ βούλησιν ἡ τοπικὴ κοινότητα σύμφωνα μὲ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ὅλη προσωπικότητά του, καὶ μὲ ἐλάχιστα τυπικὰ προσόντα — νὰ εἶναι ὀρθόδοξος, ἄγαμος καὶ ὄχι μικρότερος ἀπὸ τριάντα ἐτῶν.
“Ἡ ἐκκλησία ἦταν μιὰ ὀργάνωση δημοκρατική. Κάθε ὀρθόδοξος χριστιανός, ὅσο ταπεινὴ καὶ ἂν ἦταν ἡ καταγωγή του, μποροῦσε νὰ ἀνεβεῖ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Θεωρητικὰ τὸ μόνο κριτήριο ἦταν ἡ ἀξία, καὶ στὴν πράξη, ἐκτὸς ὅταν κανένας αὐτοκράτορας ἔκανε ἀπὸ σκοποῦ πατριάρχη κανέναν ἄνθρωπο μηδαμινό, —μιὰ ἐνέργεια ποὺ ἦταν πάντα ἀντιδημοτική—, οἱ πατριάρχες ἦταν ὅλοι ἄνθρωποι μὲ πολὺ μεγάλες ἱκανότητες. Καὶ συχνά, ἀκόμα καὶ ὅταν διόριζαν κανένα μηδαμινό, ὅπως ὅταν ὁ Ἰωάννης Βατάτζης ἀνέβασε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸν ἄχρωμο Ἀρσένιο ἀντὶ τοῦ Βλεμμίδη, αὐτός, κατὰ κάποιο τρόπο, φαινόταν ἀντάξιος τῆς περιστάσεως καὶ δὲν ἐντρόπιαζε καθόλου τὸ ἀξίωμά του ... Οἱ μητροπολίτες καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν ἐμφανίζονται τόσο συχνὰ στὸ προσκήνιο καὶ ἔτσι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ σχηματίσουμε μιὰ γενικὴ γνώμη γι’ αὐτούς. Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὅμως ὣς τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας, ἀνάμεσα στοὺς ἐπισκόπους καὶ στοὺς μητροπολίτες ὑπάρχουν ἄνθρωποι σὰν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό, τὸν Γεώργιο Πισίδη, τὸν Ἰωάννη Μαυρόποδα τῶν Εὐχαΐτων καὶ τὸν Μιχαὴλ Ἀκομινάτο (Χωνιάτη) τῶν Ἀθηνῶν. Καί, παρ’ ὅλο ποὺ πότε-πότε ὑπάρχει κάποια σιμωνία, δὲν ἔχουμε κανένα λόγο νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ γενικὸς μέσος ὅρος ἦταν ἄνθρωποι ἀμόρφωτοι ἢ ἀνίκανοι ... Ὅταν οἱ στρατιωτικὲς καὶ οἱ πολιτικὲς ἀρχὲς ὑποχωροῦσαν μπροστὰ στὸν ἐχθρό, ὁ ἐπίσκοπος ἦταν ὁ μόνος ποὺ ἔμενε νὰ φροντίσει γιὰ τὰ συμφέροντα τοῦ ποιμνίου του. Ὁ Δημητριανός, ὁ ἐπίσκοπος Χύτρων τῆς Κύπρου, ταξίδεψε ὣς τὴ Βαγδάτη γιὰ χάρη τῶν χριστιανῶν Κυπρίων ποὺ ἦταν ὑπόδουλοι στοὺς Σαρακηνούς”.[75]
[74] Λόσκυ, Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ὅ.π., σ. 13.
[75] Ράνσιμαν, Βυζαντινὸς πολιτισμός, ὅ.π., σελ. 149-150.
Προηγούμενη Ἑνότητα - Ἑπόμενη Ἑνότητα