Ἀποσπάσματα
Σελ 3
Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἀναπτύχθηκε ὡς ἀντίδραση στὴν ὑποτιθέμενη ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἡ αὐτοκρατορία υἱοθέτησε τὸν χριστιανισμὸ ὡς ἐπίσημη θρησκεία. Ὁ Φλορόφσκυ σημειώνει ὅτι “εἶναι ἀλήθεια πὼς μερικοὶ συνήθιζαν ν’ ἀφήνουν τὶς πόλεις πολὺ πιὸ πρίν, στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν ... παρὰ ταῦτα, ἐπίσημη κίνηση ἀρχίζει μόνο μετὰ τὸν Κωνσταντῖνο”.[7] Ὅμως εἶναι γνωστό, πὼς ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου ὑπῆρχε ὅρκος τῶν παρθένων καὶ τῶν χηρῶν, ὁ ὁποῖος, τουλάχιστον κατὰ τὸν τρίτο αἰώνα μ.Χ., δινόταν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου.[8] Ἐπίσης, “πολὺ πρὶν τὴν περίοδο τοῦ Κωνσταντίνου βρίσκουμε χριστιανοὺς συγγραφεῖς μὲ ἐπιρροή, οἱ ὁποῖοι συνηγοροῦν γιὰ τὴν προσευχὴ ἐκείνου ἢ τοῦ ἄλλου εἴδους, τὴν τρίτη, ἕκτη καὶ ἕνατη ὥρα ... ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προσευχὲς ‘στὴν ἀρχὴ τῆς μέρας καὶ τῆς νύχτας’.”[9] Ὅταν ἀκόμα οἱ χριστιανοὶ βασανίζονταν καὶ σφαγιάζονταν, δὲν ἦταν ἀναγκαία ἡ κήρυξη πολέμου σὲ νοεροὺς δαίμονες. Καὶ πάλι, ἤδη στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου πρὸς τὸν Πολύκαρπο ὑπάρχουν ἴχνη τῆς διαμορφώσεως ἰδιαίτερης ἀσκητεύουσας τάξης. Τὸ ἴδιο κείμενο μαρτυρεῖ ὅτι ὅσοι ἐπέλεγαν τὴν ὁδὸ τῆς ἀγαμίας συχνὰ θεωροῦσαν τὸν ἀσκητικό τους βίο ἀνώτερο τῆς ἐπισκοπικῆς ἱερωσύνης.
[7] Φλορόφσκυ, Χριστιανισμὸς καὶ πολιτισμός, ὅ.π., σ. 155.
[8] Βλ. Ὠμάν, “Origins of monasticism”: Word and Spirit 6 (1984), σ. 6.
[9] Γκρίσμπρουκ, “The Formative Period – Cathedral and Monastic Offices”, εἰς, Jones – Wainwright –Yarnold – Bradshaw (ἐπιμ.), The study of Liturgy, ὅ.π., σ. 406.