Ἀποσπάσματα
Σελ 4
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ τοῦ Βυζαντίου συστάθηκε γύρω ἀπὸ τὸ ἐρώτημα τοῦ Μ. Βασιλείου, “ἂν αὐτὸ ποὺ βεβαίωσες ἦταν ἀλήθεια, ὅτι ἀπὸ μικρὸς ἀκολούθησες ὅ,τι ζητάει ἡ ἀγάπη, καὶ ἔδωσες στὸν καθένα ὅσα ἔδωσες στὸν ἑαυτό σου, τότε ἀπὸ ποῦ σοῦ βρίσκεται αὐτὴ ἡ περιουσία τῶν χρημάτων;”[81] Τὸ ἐρώτημα παρουσίασε ὁ Βασίλειος σὲ ὑποψήφιους μοναχούς. Τὸ ἴδιο στὴν ὅλη πορεία τοῦ Βυζαντίου, τὸ ἐρώτημα ποτὲ δὲν ἐτέθη μὲ βία, καὶ τὴν ἀπάντηση ἔδινε (ὅσο ἔδινε) ἡ κοινωνία, ὄχι ἕνα πρόγραμμα ἀναγκαστικῆς συμμόρφωσης. Καμμιὰ ἰδεολογία καὶ προπαγάνδα δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸ τεράστιο ἔργο τῆς βυζαντινῆς φιλανθρωπίας, καὶ μάλιστα γιὰ χίλια χρόνια — οὔτε γιὰ ἑκατό:
“Ἡ φιλανθρωπία στὸ Βυζάντιο ἦταν μιὰ ἐθελοντικὴ ἐκδήλωση ἀγάπης καὶ ἀνθρώπινης φροντίδας. Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία δὲν ἦταν σοσιαλιστικὸ κράτος [μολονότι “ὁ παρεμβατισμὸς ἦταν, χωρὶς ἀμφιβολία, τὸ βυζαντινὸ ἰδεῶδες”, “οἱ ἐργάτες δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπολυθοῦν παρὰ μὲ πολὺ μεγάλες δυσκολίες ... κάθε πλεόνασμα ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν ἄλλων πρέπει νὰ δίνεται στοὺς ἀδύνατους καὶ ὄχι στοὺς δυνατούς”[82]]. Τὸ πρόγραμμα κοινωνικῆς μέριμνας δὲν κατέστρεφε τὴν προσωπικὴ αὐτάρκεια, τὸν αὐτοσεβασμὸ ἢ τὴν πρωτοβουλία, δὲν ἔκανε τὸν φτωχὸ δουλικὸ ἢ ἐξαρτημένο, ἀδύνατο στὸν χαρακτήρα, παραιτημένο ἢ παρασιτικό ... Γνωρίζουμε πὼς φιλόδοξοι καὶ ἐνεργητικοὶ πολίτες, ἂν καὶ φτωχοὶ καὶ ταπεινῆς καταγωγῆς, μποροῦσαν νὰ ἀλλάζουν τὴ θέση τους καὶ ἀκόμη νὰ γίνονται ὑψηλοὶ ἀξιωματοῦχοι, ἀκόμη καὶ αὐτοκράτορες ἢ πατριάρχες.[[83]] ... Οἱ φτωχοὶ τοὺς ἔκαναν χάρη. Ἐπειδὴ οἱ φτωχοὶ στηρίζονταν στοὺς πλουσιότερους, τοὺς ἔδιναν τὴν εὐκαιρία νὰ ἀσκήσουν φιλανθρωπία καὶ νὰ κάνουν πράξη τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν διπλανό τους. Τοὺς ζητιάνους καὶ τοὺς πένητες τοὺς ὑποδέχονταν σὰν πρέσβεις τοῦ Θεοῦ ... Ἡ ταπεινὴ συνεισφορὰ τοῦ μοναχοῦ ἢ τοῦ ἀγρότη, ἡ ὀργανωμένη φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ὑποστήριξη ποὺ δινόταν στὶς ἀνθρωπιστικὲς προσπάθειες τῆς πολιτείας, οἱ προσωπικὲς ὑπηρεσίες ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ὅλων τῶν τάξεων καὶ βαθμῶν, οἱ γενναιόδωρες εἰσφορὲς τῶν αὐτοκρατόρων, τῶν ἐπισκόπων ἢ τῶν πλουσίων συμμετεῖχαν πάρα πολὺ στὴν ἐλάφρυνση τῶν βασάνων τῆς Βυζαντινῆς κοινωνίας, τὰ ὁποῖα προέρχονταν ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐπιδρομὲς βαρβάρων, ἀπὸ φυσικὲς καταστροφὲς εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπινες ἀδικίες ... Ἀκόμη κι ὅταν ἡ πρωτεύουσα εἶχε ἔρθει πιὰ σὲ φτώχεια, τοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες, διατήρησε τὰ φιλανθρωπικά της ἱδρύματα καὶ τὴ φροντίδα γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους”.[84]
[81] Μ. Βασίλειος, Πρὸς τοὺς πλουτοῦντας, ἑν. 1· πρβλ. τὸν Συμεών, Κατήχηση 5, εἰς ΕΣΝΘ, τ. 1, σ. 90. Γιὰ τὸ ὅραμα τοῦ Σταυροῦ, βλ. τὸν Ράνσιμαν, Βυζαντινὸς πολιτισμός, ὅ.π., σελ. 28-29: “στὴν πορεία του πρὸς τὸ νότο, ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου, ὅταν τὸ μέλλον του ἦταν σὲ κίνδυνο, ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὅλος ὁ στρατός του εἶδαν ἕνα ὅραμα. Ἕνας λαμπρὸς σταυρὸς φάνηκε στὸν οὐρανὸ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ‘ἐν τούτῳ νίκα’. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ὁ Χριστὸς βεβαίωσε τὸ ὅραμα στὸ ὄνειρο τοῦ αὐτοκράτορα. Αὐτὸ ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Κωνσταντῖνο, ποὺ υἱοθέτησε γιὰ ἔμβλημά του τὸ λάβαρο, τὸν σταυρὸ μὲ ἐπίμηλα, καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴ σημαία ὁδήγησε τὸν στρατό του στὴ νίκη.”
[82] Ράνσιμαν, Βυζαντινὸς πολιτισμός, ὅ.π., σελ. 195-8.
[83] Πρβλ. τὸν Μπέκ, Ἡ Βυζαντινὴ Χιλιετία, ὅ.π., σ. 349: “ἔχει, ἄλλωστε, ἐνδιαφέρον ἡ διαπίστωση ὅτι οἱ ὄψιμες βυζαντινὲς σάτιρες, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν μεταμφιεσμένες σὲ μύθους μὲ ζῶα, δὲν δείχνουν καμιὰ συμπόνοια γιὰ τοὺς φτωχούς, ἂν καὶ γράφτηκαν ἴσως ἀπὸ σχετικὰ ἁπλοὺς καὶ ἡμιμαθεῖς ἀνθρώπους. Ὅποιος δὲν καταφέρνει νὰ προκόψει, εἶναι κουτὸς καὶ ἀνάξιος. Δὲν ἐκμεταλλεύθηκε τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δόθηκαν – παρατήρηση ποὺ μοῦ φαίνεται πολὺ σημαντική”. Ὁ Ράνσιμαν σημειώνει ὅτι “οἱ κυβερνητικὲς θέσεις ἔμειναν ὣς τὸ τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας προσιτὲς σὲ ὅλους. Οἱ ἀξιόλογοι πληβεῖοι μποροῦσαν ἀκόμα νὰ ἀνεβοῦν ψηλά. Καὶ ἡ διοίκηση διατήρησε ὣς τὸ τέλος ἱκανότητες ἄγνωστες στὴ δυτικὴ Εὐρώπη” (Βυζαντινὸς πολιτισμός, ὅ.π., σ. 118).
[84] Κωνσταντέλος, Byzantine Philanthropy and Social Welfare, ὅ.π., σελ. 203-6· πρβλ. τοῦ ἰδίου, Poverty, Society and Philanthropy in the Late Mediaeval Greek World, N.Y. 1992, σ. 52, γιὰ τὴ σημασία τῆς φιλοξενίας: “ἡ συναίσθηση καὶ πράγματι ἱερότητα τῆς φιλοξενίας ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ἀκόμη κι ὁ πιὸ μεγάλος ἐχθρὸς ἦταν ἀσφαλὴς ὅταν ἐρχόταν στὴν πρωτεύουσα ὡς ἐπισκέπτης. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν τὸ 1421 ὁ Μωάμεθ Α’, πηγαίνοντας νὰ ἐπιθεωρήσει τὶς κατακτημένες περιοχὲς στὴ Μ. Ἀσία, πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, συμβούλευαν τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Ἕλληνας ἡγεμόνας ἀρνήθηκε νὰ παραβιάσει τὴν ἀρχὴ τῆς φιλοξενίας. Στοὺς συμβούλους του, ποὺ τὸν ὠθοῦσαν νὰ πιάσει τὸν σουλτάνο, ὁ αὐτοκράτορας εἶπε: ‘Δὲν ἀθετῶ τὸν ὅρκο ποὺ ἔκανα μαζί του, ἀκόμη κι ἂν ἤμουν βέβαιος ὅτι καί θὰ ἔρθει ἐναντίον μας καί θὰ μᾶς νικήσει. Ἂν πάλι ἐκεῖνος ἀθετήσει τοὺς ὅρκους του, τὰ ἐμπιστεύομαι ὅλα στὸν Θεό, ποὺ εἶναι πολὺ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ ἐκεῖνον’” (Φραντζῆς, Ἀπὸ τῶν καθ' ἑαυτόν, κεφ. 7, ἑν. 1· πρβλ. καὶ παραπομπὲς τοῦ Κωνσταντέλου εἰς J. W. Berker, Manuel II Palaeologus, 351, καὶ D. M. Nicol, The Last Centuries of Byzantium, 346-7).
Προηγούμενη Ἑνότητα - Ἑπόμενη Ἑνότητα