Ἀποσπάσματα
Σελ 8
ΑΚΟΜΗ καὶ στὴν βιολογικὴ ἀδυναμία τῶν τελευταίων ἡμερῶν τὸ Βυζάντιο ἀνέπτυσσε ἐντυπωσιακὴ πνευματικὴ δύναμη. Ὁ οὑμανισμὸς ἀναγνωρίζει τὴν δύναμη αὐτὴ κυρίως στὴν ἀρχαιογνωσία, ὁ ὀρθόδοξος κόσμος τιμάει βαθύτερες ποιότητες καὶ μέσα τους τὴν ἀρχαιογνωσία, ὅμως κανεὶς δὲν μιλάει γιὰ παρακμή.
“Τὸ ἀδύναμο κράτος ποὺ διεύθυναν οἱ Κομνηνοί, οἱ Ἄγγελοι, οἱ Λασκάρηδες τῆς Νίκαιας καί, ἀργότερα, οἱ Παλαιολόγοι, ἀσκοῦσε μιὰ πνευματικὴ ἐπιρροή, πολλὲς φορές, μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι ἡ πανίσχυρη αὐτοκρατορία τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας, στὸ σύνολο τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης ὅπως ἐπίσης καὶ στὴ Λατινικὴ Δύση”.[94] “Μετὰ τὴν κατάλυση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους μὲ τὴν εἰσβολὴ ἀπὸ τὴ Δύση καὶ τὴν ἅλωση τῆς πρωτεύουσας τὸ 1204 ἀκολούθησε ἕνα αἰσθητὸ χάσμα στὴν πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ ζωὴ τῶν Βυζαντινῶν. Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραξενέψει καθόλου, ἂν ἀπὸ τὴ μιὰ διαβάσουμε τὶς περιγραφὲς τῆς καταστροφῆς ἐκείνων τῶν χρόνων ἀπὸ τὸν Νικήτα Χωνιάτη καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη λάβουμε ὑπόψη μας ὅσα συμβαίνουν στὸν αἰῶνα μας ὅταν καταρρέουν παλαιοὶ κρατικοὶ σχηματισμοί, καὶ ποιὲς εἶναι οἱ συνέπειες. Ἀντίθετα, ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ σχετικὰ γρήγορη ἀναβίωση μορφωτικῶν ἱδρυμάτων καὶ πολιτιστικῶν προσπαθειῶν στὸ μικρὸ κράτος τῆς Νικαίας, προπάντων στὰ χρόνια τοῦ Ἰωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη καὶ τοῦ Θεοδώρου Β’ Δούκα Λάσκαρι ... Δὲν εἶναι σύμπτωση ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα καὶ ἀπὸ τὰ καλύτερα χειρόγραφα συγγραφέων τῶν κλασικῶν καὶ τῶν πρώτων αὐτοκρατορικῶν χρόνων προέρχεται ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰῶνα τῆς δυναστείας τῶν Παλαιολόγων (μέσα τοῦ 13ου ὣς μέσα τοῦ 14ου αἰῶνα) ... Ἡ βυζαντινὴ φιλολογία κατόρθωσε νὰ ἀνυψωθεῖ ὣς ἕνα σημεῖο ποὺ προηγουμένως δὲν εἶχε πλησιάσει παρὰ μόνο ἴσως κατὰ τὸν 9ο καὶ 10ο αἰῶνα ... Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ φιλολογικὰ ζητήματα διατηρήθηκαν καὶ στὶς τελευταῖες γενεὲς τῶν Βυζαντινῶν πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση μὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν”.[95] “Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ ἀνέβηκε σὲ μεγάλο ὕψος ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων καὶ στάθηκε σ’ αὐτὸ τὸ ὕψος καὶ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐνῶ τὸ βασίλειο τῶν Βυζαντινῶν βασανιζότανε ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ἡ ψυχή του ὑψωνότανε στὸν Θεό ... στὰ ἔργα αὐτῆς τῆς ἐποχῆς ὑπάρχει τὸ πιὸ καθαρὸ πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου”.[96]
[94] Μέγιεντορφ, Ἡ Βυζαντινὴ Κληρονομιά..., ὅ.π., σ. 85.
[95] Χοῦνγκερ, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τ. Β’, μτφρ. Τ. Κόλιας – Κ. Συνέλλη, Ἀθήνα 1992, σελ. 453-4, 467· γιὰ τὴν ἴδια αὐτὴ περίοδο, πρβλ. τὸν Βιλαμόβιτς, History of Classical Scholarship, tr. A. Harris, London 1982, σ. 23: “εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀρκετοὶ Ἕλληνες τὸν 14ο αἰῶνα ἦρθαν στὴν Ἰταλία ἀπὸ τὴν ἀνατολή, ὅμως ἡ σπουδὴ τῆς γλώσσας ἔκανε μικρὴ πρόοδο… Ὁποιοσδήποτε ἤθελε πραγματικὰ νὰ μάθει ἀρχαῖα Ἑλληνικά, εἶχε πρῶτα νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ πράγματι καλὰ χειρόγραφα μποροῦσε νὰ τὰ βρεῖ μόνο ἀπὸ τὴν Ἀνατολή.”
[96] Κόντογλου, Ἡ πονεμένη Ρωμιοσύνη, ὅ.π., σ. 115.
Προηγούμενη Ἑνότητα - Ἑπόμενη Ἑνότητα