Ἀποσπάσματα
Σελ 9
Ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει ὅτι “μετὰ τὴν πνευματικὴ νέκρωση καὶ στασιμότητα ἐν Βυζαντίῳ δύο περίπου αἰώνων,[[97]] ἐπέρχεται αἴφνης ἀναγέννησις τῶν γραμμάτων, ἧς τὸν φαεινότατον πυρσὸν ἐκράτησεν ὁ Φώτιος...”(!)[98] Ὅμως τὰ ‘σκοτεινὰ’ αὐτὰ χρόνια εἶναι τὰ χρόνια ἀκριβῶς Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κλπ, ὅπου ἡ ἀρχαία σκέψη εἶναι τελείως ἑνωμένη μὲ τὴν πρωτότυπη σκέψη τῆς ἐποχῆς, καὶ εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία πολέμησε καὶ νίκησε τὴν εἰκονομαχία καὶ τὸν μονοθελητισμό. Ἡ ἀναγνώριση ‘σκοτεινῶν χρόνων’ τὴν περίοδο αὐτή, θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἀναγνώριση σκότους τὴν ἐποχὴ τοῦ Αἰσχύλου ἐπειδὴ δὲν ἀντιγραφόταν ἂς ποῦμε ὁ Ἡσίοδος, ἐνῶ θὰ ὑπῆρχε φῶς ἀκόμη κι ἂν δὲν ὑπῆρχε κανένας Αἰσχύλος καὶ κανένας Ἡσίοδος — ἀρκεῖ νὰ ἀντιγράφονταν!
“Ἡ ἑλληνικὴ κληρονομιὰ” δὲν “σώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ... στὸ αὐτοκρατορικὸ κέντρο ἀντιγραφῆς ποὺ ἱδρύθηκε στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα”,[99] ἀλλὰ σώθηκε στὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, στοὺς Ἕλληνες ἀπολογητές, στὸν Ἀθανάσιο, στοὺς Καππαδόκες, στὸν Διονύσιο, στὸν Μάξιμο, σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους Πατέρες καὶ περισσότερο στοὺς μεγαλύτερους, στὴν Ὀρθοδοξία ἀνεξαρτήτως ἔθνους καὶ φυλῆς, χωρὶς τὴν ὁποία εἶναι τελείως μάταια τὰ φιλολογικὰ ἐργαστήρια. Κάθε τι ἔχει τὸν καιρό του, λέει ὁ Ἐκκλησιαστής. Ἡ ἀγάπη τῶν Βυζαντινῶν γιὰ τοὺς κλασικοὺς εἶναι ἑνωμένη στὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἱερῶν κειμένων, στὸ Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου, στὴν Μυσταγωγία, στὴν Κλίμακα..., καὶ μόνο ἔτσι συνεχιζόταν γόνιμη ἡ μελέτη τῶν ἴδιων τῶν ἀρχαίων κειμένων.
[97] Μὲ ἐξαίρεση τὰ σχόλια Στεφάνου τοῦ Ἀλεξανδρέως στὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη!, σύμφωνα μὲ τὸν Λεμέρλ, (Ὁ πρῶτος βυζαντινὸς οὑμανισμός, ὅ.π., σ. 72). Ὁ ἴδιος νοιώθει τὸ ἀτόπημα, ἂν καὶ δὲν ἔχει στέρεα κριτήρια νὰ τὸ ὑπερβεῖ πραγματικά, ὅμως παραδέχεται μὲ ἀμηχανία ποὺ τὸν τιμᾶ, ὅτι “δὲν ὑπῆρξε πραγματικὴ διακοπή”, “δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ θαῦμα”, τὸ ἴδιο συνεχιζόταν ἀλλὰ “ὑπῆρξε μιὰ κάποια ἄνθηση”, κλπ. (ὅ.π., σ. 102).
[98] Περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς δράσεως τοῦ Μεγάλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ἀθῆναι 1912, σ. 9 – παραθέτει ὁ Τατάκης, Μελετήματα χριστιανικῆς φιλοσοφίας, ὅ.π., σ. 110, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι “ἀνάλογα λέγει καὶ ὁ Κρουμβάχερ: Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας (ἑλλ. μετάφραση), ΙΙ, σ. 183 καὶ σ. 217”. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι δέσμιος τῆς νοοτροπίας αὐτῆς ἀποδεικνύεται συχνὰ καί ὁ Τατάκης.
[99] Λεμέρλ, Ὁ πρῶτος βυζαντινὸς οὑμανισμός, ὅ.π., σ. 59.
Προηγούμενη Ἑνότητα - Ἑπόμενη Ἑνότητα