Ἀποσπάσματα
Σελ 10
Καμμιὰ φορά, ἰδίως μὲ τὴν αὔξηση τῆς βιολογικῆς ἰσχύος, λησμονεῖται ἡ ταυτότητα τῆς ἀνθρώπινης διαμονῆς, ἀντὶ τόπου ἐξορίας ‘λογιζόμενη’ ὡς φυσικὴ κατάσταση. Τότε τὸ σῶμα, οἱ πολιτισμοὶ καὶ τὸ σύμπαν ὁλόκληρο, παύουν νὰ εἶναι ἁπλῶς θνητά, ἀλλὰ ὑπάρχουν γιὰ νὰ καταργηθοῦν, μὲ τὸν θάνατο παιδαγωγῶντας τὴν ψυχὴ ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ, διδάσκοντας τὴν ἀναχώρηση: “ὁ κόσμος ἔγινε γιὰ τὴν ψυχή, γιὰ νὰ ἀσκήσει καὶ νὰ στηρίξει τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, νὰ ἀντέξει τὸ θεῖο Φῶς”.[237] Γι’ αὐτὸ ὁ Ἔκκαρτ λέει “μὴ θλίβεστε γιὰ τίποτα, ἀλλὰ μετανοιῶστε μόνο ποὺ ἀκόμη θλίβεστε καὶ δὲν εἶστε εὐχαριστημένοι. Θὰ ἔπρεπε νὰ θλίβεστε μόνο ἐπειδὴ ἔχετε πάρα πολλά”.[238] Ἡ Ὁδὸς ἔχει στενότητα, ἀλλὰ εἶναι σύντομη καὶ χωρὶς κίνδυνο, εἰδοποιεῖ ὁ Συμεών,[239] ὥστε μόνη παράλογη εἶναι ἡ προσδοκία κακοῦ, ἀπὸ μόνη της σημαίνοντας τὴν παρουσία ἁμαρτίας. “Γιατὶ ὅπως συμβαίνει στὴν ὑλικὴ πραγματικότητα, καὶ ὅποιος προχωράει στὸ φῶς, δὲν σκοντάφτει, ἔτσι συμβαίνει στὴ νοερὴ πραγματικότητα· ὅποιος βρίσκεται σὲ τέλειο ἁγιασμό, δὲν σκέφτεται πονηριὰ καὶ κακό”.[240]
“Ἡ ἀπουσία δυσχερειῶν καὶ θλίψεων ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς δεῖγμα θεϊκῆς ἐγκαταλείψεως. Αὐτὴν τὴν παιδαγωγία τὴν αἰσθάνθηκε περισσότερο ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς δόξας, βρέθηκε ταπεινωμένη, κατ’ ἄνθρωπον, καὶ ἐξουθενωμένη. Περιβεβλημένη ἐπὶ αἰῶνες τὴν κραταιὰ δύναμη τῶν πιστῶν καὶ ὀρθοδόξων αὐτοκρατόρων, κατόρθωσε καὶ χωρὶς αὐτὴν νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ ποδηγετήσει τοὺς ὀρθοδόξους λαούς ... Καὶ ἴσως κατὰ θείαν οἰκονομίαν στοὺς δυσκόλους αὐτοὺς γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καιροὺς [τῶν ἐθνοφυλετισμῶν,] βρίσκεται ἡ Κωνσταντινούπολη ἀδέσμευτη, ἐλεύθερη καὶ ἀνεξάρτητη ἀπὸ κρατικὲς ἐθνικὲς ἐπιδιώξεις, καὶ μπορεῖ ὡς ἐκ τούτου ἐπάνω στὴν βάση πνευματικῶν μόνο κριτηρίων νὰ ἐξισορροπεῖ τὶς ἀντιθέσεις καὶ νὰ κατευθύνει στὴν ἑνότητα”.[241]
[237] Ὁμιλία 32, DW II, σελ. 134-5.
[238] Κατηχήσεις, DW V, σελ. 305-6· πρβλ. τὸν Πλάτωνα, Φαίδων 62c.
[239] Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Ὕμνος ΝΔ’, στ. 166: “ὁδὸν τὴν τραχεῖαν, / τὴν στενήν τε καὶ σύντομον καὶ ἀκίνδυνον.”
[240] Μακάριος, Λόγος μ’.
[241] Θ. Ζήσης, Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, ὅ.π., σελ. 15, 92.