Ἀποσπάσματα
Σελ 11
Ὁ ἑλληνισμὸς ὡς τέτοιος δὲν ὑπάρχει στὴν ἱστορία ἀναμένοντας τὸ τέλος της καὶ παρηγορούμενος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐρχόμενης ζωῆς, ἀλλὰ ἐπειδὴ μετέχει ἤδη στὸ τέλος, μεταμορφωτικά, μεταλαμβάνοντας τὸν κόσμο ὡς ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα. Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος ἐξηγεῖ ὅτι “γι’ αὐτὸ μεταλαμβάνουμε τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ἀπεκδεχόμαστε (παίρνουμε καὶ ποθοῦμε) τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση, ὅπως ἔχει πεῖ, ὅτι ‘αὐτὸς ποὺ τρώει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἔχει [ἤδη τώρα] αἰώνια ζωή, κι ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω [στὴν ἴδια ζωὴ καθαρὴ ἀπὸ θάνατο] στὴν ἔσχατη μέρα’.”[242]
Τί εἶναι τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ Ἀρχαιότητα —μὲ ὅλες τὶς μορφές, τὰ ἔργα, τὰ μνημεῖα καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς σοφοὺς καὶ ἁγίους—, μπροστὰ στὴν ζωντανὴ ἐδῶ καὶ τώρα Ἀλήθεια; Ἕνα τίποτα. Στὸν βαθμὸ ποὺ ὑπάρχει καιρὸς μνήμης καὶ συλλογισμοῦ, δημιουργία κριτηρίων, κλπ., ἡ Πόλη παραμένει χρήσιμη καὶ ἀπαραίτητη, “εἶχε οἰκουμενικὴ σπουδαιότητα”[243] καὶ συνεχίζει νὰ ἔχει — ἀλλὰ μόνο μέσα στὴν ἐπίγνωση πὼς ἡ ἴδια αὐτὴ Πόλη δὲν εἶναι ἀπολύτως τίποτα, δὲν ὑπάρχει, ποτὲ δὲν ὑπῆρξε, ὅταν ἡ ψυχὴ βιώνει τὴν Ἀλήθεια στὴν πληρότητα καὶ ἀκεραιότητά της.
[242] Ἐφραῖμ ὁ Σῦρος, Πρὸς μοναχὸν Ἰωάννην, σ. 178.
[243] Φλορόφσκυ, Χριστιανισμὸς καὶ πολιτισμός, ὅ.π., σ. 124.