Ἀποσπάσματα
Σελ 6
Μὲ τὴν ἐπίγνωση ὅτι κατὰ κύριο λόγο ἡ προσωπικὴ συνάντηση δὲν χρειάζεται τίποτα παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό της, ἀγαπῶντας ἔμπρακτα καὶ συνειδητὰ τὴν ἀσκητικὴ καὶ μυστικὴ πνευματικότητα ἡ Ὀρθοδοξία θὰ μεγαλώνει δυνάμεις νὰ ἀποφεύγει τὴν μαζοποίηση, τὸν οὐτοπισμό, τὸν μηδενισμὸ καὶ τὸν κυνισμό, καὶ θὰ ὑπάρχει διαρκῶς νησίδα Κοινωνίας, ὁσοδήποτε περιορισμένη ἀσύγκριτα ἰσχυρή, ὅπου ὅποιος θέλει θὰ στρέφεται καὶ θὰ μεγαλώνει τὴν δύναμή του.
“Ὁ ἑλληνισμὸς κινήθηκε μακριὰ ἀπὸ ὁποιαδήποτε οὐσιολογία, μακριὰ ἀπὸ ὁποιοδήποτε κλειστὸ σύστημα ἐννοιῶν, τὸ ὁποῖο τίθεται ὑπεράνω τοῦ προσώπου. Δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτὸ τὸν τόπο χῶρος γιὰ διανοητικὴ ἢ ἰδεολογικὴ συσκευή, ἡ ὁποία θὰ ὑποβάλλει στὴν προκρούστεια κλίνη τῶν ἀρχῶν της, τὴν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου ... Ὁ ἑλληνισμὸς δὲν ὑπῆρξε ποτέ, σὲ καμμιὰ ἱστορικὴ περίοδο, ἕνα δεδομένο. Δὲν ὑπῆρξε κάτι ποὺ τὸ χορηγεῖ ἡ καταβολή. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μιὰ ἰθαγένεια, μιὰ ὑπηκοότητα. Δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἕνα ἀναφαίρετο δικαίωμα. Μένει πάντοτε ἕνα σημεῖο πρὸς τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ κατατείνουμε, ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς παραδόσεώς μας”.[223]
Δὲν ζημιώνει κάθε βαθμοῦ καὶ ποιότητας βιο‑μηχανικὴ διάσταση, ἀλλὰ μόνο τὸ βιο‑μηχανικὸ πρόταγμα, ἔχοντας πολλοὺς τρόπους, καὶ ἀρκετοὺς καλὰ μεταμφιεσμένους. Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνικὴ εἶναι ἀγαθά, ὅμως δὲν προτάσσονται χωρὶς νὰ κλείσει ἡ ψυχή, οὔτε μποροῦν νὰ ἔρθουν στὸ μέτρο τους ἂν πρῶτα δὲν ἔχει ἀνοίξει ἡ ψυχή. Ἀνθίζει στὴν ζωντανὴ ψυχὴ ἡ μέσα της ὡραιότητα[224] καὶ εἰκονίζεται αὐθόρμητα παντοῦ: “νὰ μήν ἀνησυχοῦμε τόσο τί πρέπει νὰ κάνουμε, ἀλλὰ νὰ ἀνησυχοῦμε μᾶλλον τί εἴμαστε”.[225] “Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ ὡς ἐξορκιστὰς οὔτε ἡ σπουδὴ τῶν εὐρωπαίων φιλοσόφων ἔχει ἀπώτερο ἢ ἄμεσο σκοπὸ νὰ τοὺς καταρρίψωμε”, οὔτε ὅμως εἶναι δυνατὸ “νὰ ἔρθῃ στὴν ἐπιφάνεια ἡ ἀτομοκρατική τους προοπτικὴ μὲ τὶς εὐρύτερές της συνέπειες, ὥστε νὰ λάβωμε ἀπὸ τὴν εἰκόνα της συνείδησι τοῦ βαθειὰ κοινωνικοῦ μας πολιτισμοῦ”,[226] ἂν δὲν τοὺς γνωρίσουμε ἀγαπῶντας τους, ἂν ὁ ‘βαθειὰ κοινωνικός μας πολιτισμὸς’ δὲν εἶναι πράξη. Τοὺς ἀγαπᾶμε ζῶντας οἱ ἴδιοι τὴν δική τους πραγματικὴ ἀξία, ἔτσι σκεπτόμενοι τὶς διαφορές — μὲ ἀδιάκοπη τρυφερότητα καὶ ὑπομονή, μὲ τὴν ἐπίγνωση ὅτι ὅπως ἡ προσωπικὴ προκοπὴ χρειάζεται ἴσως καὶ πολλὲς δεκαετίες, στὴν δευτερεύουσα διάσταση ἡ ἴδια κίνηση μπορεῖ νὰ χρειαστεῖ αἰῶνες, “οἱ λαοί, ἅπαξ καταπέσουν, πάρα πολὺ δύσκολα σηκώνονται”.[227]
[223] Δρακόπουλος, Κείμενα μὲ σπασμένη ἑνότητα, ὅ.π., σελ. 182, 186.
[224] Πρβλ. τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Φώτιου στὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων, ἑν. 114.
[225] Κατηχήσεις, DW V, σ. 197.
[226] Ράμφος, Ἱλαρὸν φῶς τοῦ κόσμου, ὅ.π., σ. 473.
[227] Καραβίδας, “Ἡ λογία παράδοσις καὶ ὁ δημοτικισμός”, εἰς ΙΝΕ, τ. Α’, σ. 371.