Ἀποσπάσματα
Σελ 7
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ βίωσε ὀδυνηρὰ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του τὴν ἀντίθεση τοῦ θείου θελήματος. Καὶ καθένας τὸ πέρασε αὐτὸ ὅποτε ἀφοσιώθηκε μὲ ἔνταση σὲ ἐπιθυμίες ποὺ ἀνεκπλήρωτες ἔμοιαζαν νὰ ἀνακοινώνουν τὴν θεία ἐγκατάλειψη. Γοητευτικὸς καὶ βαθὺς ὁ σπαραγμὸς τοῦ Ἰβὰν Καραμάζωφ, ἀλλὰ καὶ νοσηρός, δὲν ὑπάρχει ὑγεία στὴν θεοδικία. “Πρὸ πάντων”, συμβουλεύει ὁ Καβάφης, “νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πὼς ἦταν / ἕνα ὄνειρο, πὼς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου...”[228] Δὲν ὑπῆρξε ἕνα ὄνειρο, οὔτε συνέβη τιμωρία: “ἀκόμη κι ἂν κάποιος ξεπεράσει στὴν ἁμαρτία ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γεννήθηκαν μέχρι σήμερα, καὶ θὰ προσθέσω, καὶ ὅλους ποὺ θὰ γεννηθοῦν ὣς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, καὶ πάλι εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει μισητὸς γιὰ τὸν Θεό”.[229]
Τὸν καιρὸ τῆς Ἅλωσης μερικοὶ καταλάβαιναν θεία τιμωρία γιὰ τὴν ἑνωτικὴ σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἀκόμη κι ἂν γινόταν ἀποδεκτὴ ἡ ‘λογικὴ’ τῶν τιμωριῶν, θὰ χρειαζόταν νὰ ἐξηγηθεῖ ποιὸς ἀκριβῶς τιμωρήθηκε. Λαὸς καὶ κλῆρος δὲν συμφώνησαν μὲ τὴν ‘ἕνωση’. ‘Τιμωρήθηκε’ ἡ Πόλη γιὰ τὸν αὐτοκράτορα καὶ (κυριολεκτικὰ) μεμονωμένους ἱεράρχες; Ἤ, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μήπως τιμωρήθηκε ἡ Πόλη ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν προχώρησε στὴν ἕνωση — ὁπότε γιατί ὄχι τὸν καιρὸ τοῦ Φώτιου; Ἡ θεωρία τῆς ‘τιμωρίας’ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἀπὸ τότε ποὺ τὸ Βυζάντιο ἄρχισε νὰ ροκανίζεται ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Δὲν ἦταν ‘παπαδίστικη’ ἢ περιθωριακὴ ἐξήγηση, ἀλλὰ τὴν συμμερίζονταν ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοκράτορες, ἐνῶ τὴν χρησιμοποίησαν μετὰ τὴν ἅλωση οἱ Τοῦρκοι γιὰ νὰ μειώνουν τὸ ἠθικὸ τῶν ὑπόδουλων. Τὸ γεγονὸς πὼς οἱ Βυζαντινοὶ “δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν πῶς ἕνας ἀπολίτιστος καὶ κατὰ συνέπειαν ἀνίσχυρος λαός, μπορεῖ νὰ νικήσει ἕναν πολιτισμένο”, δὲν σημαίνει ὁπωσδήποτε ὅτι ἀδίκως “ἔχουν ὑψώσει τὸν δικό τους πολιτισμὸ σὲ κριτὴ τῆς ἀνθρωπότητος”,[230] ἀλλὰ ὅτι ἀδίκως τείνουν νὰ θεωρήσουν τὴν βιολογικὴ ἰσχὺ ὡς πολιτισμικὴ ἐπιβράβευση, ὅπως ὅταν οἱ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες ἐπεκαλοῦντο στρατιωτικὲς νίκες ὡς ἀπόδειξη γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς εἰκονομαχικῆς θεολογίας.
[228] Καβάφης, “Ἀπολείπειν ὁ Θεὸς Ἀντώνιον”, (Ἅπαντα, τ. Α’, ὅ.π., σ. 20).
[229] Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγος, Περὶ ἀρετῆς καὶ ἀγαθοῦ ἄρχοντος πρὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἰωάννην, λόγος Ϛ’, PG 156.505· πρβλ. τὴν 17η Κατήχηση τοῦ Ἔκκαρτ (παραθέτει ὁ Γούντς, “Eckhart, Suffering and healing”, ὅ.π., σ. 14): “ἂς ποῦμε, ἔστω, πὼς οἱ ἐλλείψεις ποὺ ἔχετε, σᾶς ἔχουν φέρει τόσο μακριά, ὥστε οὔτε κἂν μπορεῖτε νὰ διανοηθεῖτε τὸν ἑαυτό σας κοντὰ στὸν Θεό· ὡστόσο θἄπρεπε καὶ πάλι νὰ θεωρεῖτε τὸν Θεὸ ὡς κάποιον ποὺ συνεχίζει νὰ εἶναι κοντά σας.”
[230] Δρακόπουλος, Μεσαίωνας.., ὅ.π., σ. 77.