Daniel Chandler Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντοπούλου |
url : https://www.ellopos.gr/semiotics/
Περιεχόμενα: Πρόλογος ||| Εισαγωγή ||| Σημεία ||| Τρόπος (Μodality) ||| Υποδείγματα & Συντάγματα ||| Συνταγματική Ανάλυση ||| Υποδειγματική Ανάλυση ||| Καταδήλωση & Συμπαραδήλωση ||| Μεταφορά και Μετωνυμία ||| Κώδικες ||| Τρόποι προσαγόρευσης ||| Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση ||| Άρθρωση ||| Διακειμενικότητα ||| Πλεονεκτήματα της Σημειωτικής ||| Κριτικές της Σημειωτικής ||| Εφαρμόστε Μόνοι Σας Σημειωτική ||| Παραπομπές ||| Προτεινόμενα Αναγνώσματα ||| Ευρετήριο
Αν και η συνταγματική ανάλυση μελετά την 'επιφανειακή δομή' ενός κειμένου, η υποδειγματική ανάλυση προσπαθεί να βρει τα διάφορα υποδείγματα (η προϋπάρχοντα σύνολα σημαινόντων), τα οποία αποτελούν τη βάση της – ειδικά τη σημασία της χρήσης ενός σημαίνοντος αντί ενός άλλου και τη σημασία των θεματικών υποδειγμάτων, που υποστηρίζουν τη μορφή των δυαδικών αντιθέσεων (όπως δημόσιο/ιδιωτικό). Οι 'υποδειγματικές σχέσεις' αποκαλύπτουν τις αντιθέσεις και τις ασυμφωνίες μεταξύ σημαινόντων, που ανήκουν στο ίδιο σύνολο, από το οποίο αντλούνται αυτά που χρησιμοποιούνται στο κείμενο.
Οι σημειωτιστές εστιάζονται στο ζήτημα του για ποιό λόγο χρησιμοποιήθηκε ένα ειδικό σημαίνον μάλλον παρά ένα άλλο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: σ’αυτό που συχνά αναφέρουν ως 'απουσίες'. Ο John Fiske ισχυρίζεται ότι σε οποιοδήποτε κείμενο «η σημασία αυτού που επιλέγεται καθορίζεται από τη σημασία αυτού που δε χρησιμοποιήθηκε» (Fiske 1982, 62). Έχουμε δημοφιλείς εκφράσεις που αφορούν δύο είδη απουσιών: αναφερόμαστε σαυτό που 'γίνεται χωρίς να λέγεται' κι αυτό που 'λάμπει δια της απουσίας του'. Αυτό που 'γίνεται χωρίς να λέγεται' αντανακλά εκείνο που υποτίθεται ότι λαμβάνεται ως 'προφανές' (see Fairclough 1995, 106ff). Σε σχέση με την κάλυψη του θέματος (όπως είναι τα 'πραγματιστικά' genres) αυτή συνιστά μια βαθειά ιδεολογική απουσία που βοηθά στην τοποθέτηση των αναγνωστών του κειμένου, με το συλλογισμό ότι 'άνθρωποι σαν κι εμάς συμφωνούν ήδη με αυτά που σκεφτόμαστε για θέματα σαν κι αυτό'. Ως το δεύτερο είδος της απουσίας, ένα πράγμα που παρουσιάζεται στο κείμενο μπορεί να εμπαίξει τις συμβατικές προσδοκίες, κάνοντας το συμβατικό αντικείμενο 'να λάμπει δια της απουσίας του' και το απροσδόκητο 'μια δήλωση'.
Όταν ένας άνθρωπος φορά το κοστούμι του στη δουλειά, αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: είναι απλώς φυσικό. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε την πράξη του. Αν δε βαρυόμαστε να το σκεφθούμε, μπορεί να πούμε ότι το άτομο είναι μέλος της ομάδας, ότι υπακούει στα έθιμα, ότι δεν είναι επαναστάτης. Αλλά δεν ερμηνεύεται ότι τα ρούχα κάνουν μιαν εκούσια δήλωση. Αντίθετα, αν το άτομο αυτό εμφανισθεί κάποια μέρα με σορτς, αυτό αποτελεί μια δηλωση. Θα θεωρηθεί ως μια εκούσια επιλογή, που έχει ηθελημένη έννοια. (Borgatti 1998)
Η υποδειγματική ανάλυση αφορά τη σύγκριση καθενός από τα σημαίνοντα που υπάρχουν στο κείμενο με απόντα σημαινόμενα, που σε παρόμοιες περιστάσεις θα μπορούσαν να είχαν επιλεγεί, δεδομένης μάλιστα της σημασίας των επιλογών που έχουν γίνει. Μπορεί να εφαρμοσθεί σε κάθε επίπεδο σημείωσης από την επιλογή μιας ειδικής λέξης, εικόνας ή ήχου, στο επίπεδο επιλογής του στυλ, του genre ή του μέσου (Fiske & Hartley 1978, 52-3). Η χρήση ενός σημαίνοντος αντί κάποιου άλλου από το ίδιο υπόδειγμα βασίζεται σε παράγοντες όπως οι τεχνικοί περιορισμοί, ο κώδικας (π.χ. genre), η σύμβαση, η δήλωση, το στυλ, ο ρητορικός σκοπός και οι περιορισμοί του ρεπερτορίου του ατόμου (Thwaites et al. 1994, 67). Ο Gunther Kress γράφει ότι «οι υποδειγματικές σχέσεις έχουν συχνότερα χρησιμοποιηθεί για να ορίσουν την αξία των πραγμάτων σε μια δομή ή τις αξίες της ίδιας της δομής στο πλαίσιο ευρύτερων δομών» (Kress 1976, 87).
Μερικοί σημειωτιστές αναφέρονται στο 'τεστ συμμετατροπής', που μπορεί να εφαρμοσθεί για να εντοπισθούν διακεκριμένα σημαίνοντα και για να καθοριστεί η σημασία τους. Για να εφαρμοσθεί αυτό το τεστ, επιλέγεται ένα συγκεκριμένο σημαίνον σε κάποιο κείμενο. Τότε εξετάζονται υποκατάστατα του σημαίνοντος αυτού. Οι επιδράσεις της υποκατάστασης αυτής εξετάζονται σε όρους του πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την έννοια του σημαίνοντος. Αυτό μπορεί να οδηγεί στο να φανταστούμε μιαν εικόνα από κοντά, μάλλον παρά από μέση απόσταση, να αλλάξουμε την ηλικία, το φύλο, την τάξη ή την εθνικότητα, να υποκαταστήσουμε αντικείμενα, να βάλουμε μια διαφορετική λεζάντα σε μια φωτογραφία, κ.λπ. Θα μπορούσε επίσης να μας οδηγήσει στην αντιμετάθεση δύο σημαινόντων, για ν’ αλλάξει η αρχική τους σχέση. Η επίδραση της υποκατάστασης πάνω στη σημασία, μπορεί να μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε τη συμβολή του αρχικού σημαίνοντος κι επίσης να αναγνωρίσουμε τις συνταγματικές μονάδες (Barthes 1967, III 2.3, Fiske & Hartley 1978, 54-5, Fiske 1982, 111-112, Barthes 1985, 19-20). Το τέστ συμμετατροπής μπορεί να ταυτοποιήσει τα σύνολα (υποδείγματα) και τους κώδικες, στους οποίες ανήκουν τα σημαίνοντα. Επί παραδείγματι, αν η αλλαγή του σκηνικού, που χρησιμοποιείται σε μια διαφήμιση, συμβάλλει στην αλλαγή της έννοιας, τότε το 'σκηνικό' είναι ένα από τα υποδείγματα. Το υπόδειγμα που τίθεται για το σκηνικό, θα αποτελείται από όλα αυτά τα εναλλακτικά σημαίνοντα, που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί, και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει τη σημασία. Οι Thwaites et al. προσφέρουν αυτά τα υποδείγματα: «Ένα μπουκάλι φθηνό κόκκινο κρασί έχει τις ίδιες σημασίες, όπως ένα γαλλικό επώνυμο κρασί; Τι θα σήμαινε να φάς πρώτα το επιδόρπιό σου; Ένα βραδυνό φόρεμα σημαίνει το ίδιο ασχέτως αν το φορά ένας άνδρας ή μια γυναίκα;» (Thwaites et al. 1994, 41). Ισχυρίζονται ότι «γενικά, όσο λιγότερο εύκολο είναι να υποκαταστήσει κάποιο δεδομένο στοιχείο το αρχικό…τόσο πιο απομακρυσμένο είναι το στοιχείο αυτό από το αρχικό σύνολο του υποδείγματος» (ibid., 39).
Το τεστ συμμετατροπής μπορεί να οδηγεί σε κάποια από τέσσερις μεταμορφώσεις, μερικές από τις οποίες οδηγούν σε μεταβολή του συντάγματος. Πάντως, η θεώρηση ενός εναλλακτικού συντάγματος μπορεί να θεωρηθεί καθεαυτήν ως υποδειγματική υποκατάσταση.
Στη γλωσσολογία, οι βασικές αυτές μετατροπές έχουν αναγνωρισθεί από τον Noam Chomsky. Οι ίδιες τέσσερις βασικές διαδικασίες έχουν επίσης χαρακτηρισθεί ως χαρακτηριστικά αντίληψης και ανάκλησης.
Ο Roland Barthes ισχυρίστηκε ότι «ένα σημαντικό μέρος της σημειολογικής εργασίας» ήταν να διαιρέσει τα κείμενα «σε ελάχιστες μονάδες σημασίας με τη βοήθεια του τεστ συμμετατροπής και να ομαδοποιήσει ύστερα τις μονάδες αυτές σε υποδειγματικές τάξεις, και τελικά να ταξινομήσει τις συνταγματικές σχέσεις που συνδέουν τις μονάδες αυτές» (Barthes 1967, 48). Αυτή είναι μια τυπική τεχνική στη δομική στρουκτουραλιστική σημειωτική ανάλυση (Langholz Leymore 1975).
Η στρουκτουραλιστική μέθοδος, που χρησιμοποιείται από πολλούς σημειωτιστές, οδηγεί στη μελέτη των υποδειγμάτων ως δυαδικών ή πολικών αντιθέσεων (π.χ. 'εμείς/αυτοί, δημόσιο/ιδιωτικό'): αυτή είναι μια μορφή 'δυαδισμού'. Στη σημειωτική του Saussure οι δυαδικές αντιθέσεις θεωρούνται θεμελιώδεις για τη δημιουργία σημασίας: η σημασία εξαρτάται από τη διαφορά μεταξύ σημείων. Οι θεωρητικοί του στρουκτουραλισμού, όπως ο Claude Lιvi-Strauss, ισχυρίστηκαν ότι οι δυαδικές αντιθέσεις αποτελούν τη βάση των θεμελιακών 'συστημάτων ταξινόμησης' μέσα στις κουλτούρες. Μερικοί ισχυρίζονται για αμφισβήτηση ότι οι δυαδικές αντιθέσεις με τις πιο γενικευτικές δυνάμεις, είναι, σε τελική ανάλυση, οι απαράλλακτες ή οικουμενικές δυνάμεις του ανθρώπινου μυαλού» (Langholz Leymore 1975, 11). Ο Lιvi-Strauss έγραψε:
Αν, όπως πιστεύουμε, η ασυνείδητη δραστηριότητα του μυαλού συνίσταται στην επιβολή της μορφής επί του περιεχομένου, κι αν οι μορφές αυτές είναι ουσιωδώς όμοιες για όλα τα μυαλά – αρχαία και σύγχρονα, πρωτόγονα και πολιτισμένα (όπως τόσο εντυπωσιακά αποδεικνύει η μελέτη της συμβολικής λειτουργίας, όπως εκφράζεται στη γλώσσα) – είναι αναγκαίο και επαρκές να συλλάβουμε την ασυνείδητη δομή, που υποστηρίζει κάθε θεσμό και κάθε έθιμο, για να επιτύχουμε μιάν αρχή ερμηνείας εφαρμόσιμη σε άλλους θεσμούς και άλλα έθιμα, υπό τον όρο βέβαια ότι η ανάλυση προχωρεί αρκετά (αναφορά στο Innis 1986, 109-10).
Οι διάφοροι συνδεδεμένοι όροι μπορεί να περιγραφούν προσφορότερα ως ζεύγη 'αντιθέσεων', αφού δεν είναι πάντοτε άμεσα 'αντίθετοι' (αν κι η χρήση τους οδηγεί συχνά σε πόλωση. Η Varda Langholz Leymore κάνει μια χρήσιμη διάκριση μεταξύ τριών τύπων 'αντιθέτων':
θετικό/αρνητικό ναι/όχι δημόσιο/ιδιωτικό σωστό/λάθος μέσα/έξω Ανατολή/Δύση αιτία\αποτέλεσμα κύριο/δευτερεύον αρσενικό/θηλυκό αποδοχή/απόρριψη έρως/μίσος ανοιχτό/κλειστό γέννηση/θάνατος εν/εξ καλό/κακό πριν/μετά φύση/ανατροφή μαύρο/άσπρο εικόνα/υπόβαθρο γονιός/παιδί μυαλό/σώμα αριστερά/δεξιά κέρδος/ζημιά αναγνώστης/συγγραφέας εσωτερικό/εξωτερικό ψηλό/χαμηλό μπρος/πίσω παρουσία/απουσία ζεστό/κρύο περίληψη/εξαίρεση δουλειά/παιχνίδι θεωρία/πρακτική επιτυχία/αποτυχία πάνω/κάτω παραγωγή/διαδικασία παρελθόν/παρόν στραβό/ίσιο ζωή/θάνατος ενεργό/παθητικό παραγωγός/καταναλωτής αστικό/αγροτικό εσωτερικός/εξωτερικός έσω/έξω τέχνη/επιστήμη υποκείμενο/αντικείμενο καλό/κακό σκληρό/μαλακό φωτεινό/σκοτεινό οριζόντιο/κάθετο εαυτός/άλλος παλιό/νέο προσκήνιο/παρασκήνιο άνθρωπος/ζώο στατικό/δυναμικό λόγια/πράξεις ήρως/κακός πλούσιος/φτωχός ενήλικος/παιδί ευτυχής/δυστυχής προσωρινό/μόνιμο σκέψη/αίσθημα γεγονός/φαντασία φύση/πολιτισμός μεγάλο/μικρό αρσενικό/θηλυκό ένα/πολλά τοπικό/ολικό μορφή/περιεχόμενο δεξιότητα/επίδοση μέρος/όλο ομοιότητα/διαφορά καθαρό/βρώμικο πόλεμος/ειρήνη επίφαση/πραγματικότητα ομιλητής/ακροατής φυσικό/τεχνητό σώμα/ψυχή γέρος/νέος φύση/τεχνολογία ανώτερο/κατώτερο εκείνοι/εμείς καθηγητής/μαθητής μυαλό/καρδιά υποκειμενικό/αντικειμενικό ιερός/βέβηλος μέσα/σκοποί άτομο/κοινωνία αφηρημένο/συγκεκριμένο ενέργεια/δομή δυνατός/αδύναμος ωραίος/άσχημος γνώση/άγνοια λόγος/γραφή μέσο/μήνυμα τάξη/χάος λογική/συναίσθημα φιλελεύθερος/συντηρητικός πρωτότυπο/αντίγραφο τύπος/ένδειξη ηχογραφημένο/ζωντανό ευθύ/καμπύλο ωμό/ψημένο περίεργο/οικείο πρόχειρο/επίσημο |
Οι δυαδικές αντιθέσεις είναι, βέβαια, ένα 'χαρακτηριστικό της κουλτούρας, όχι της φύσεως' (John Hartley στο O'Sullivan et al. 1994, 30), αν κι είναι ένα χαρακτηριστικό της κουλτούρας που μπορεί να φαίνεται φυσικό στα μέλη της κουλτούρας αυτής. Πολλά ζεύγη εννοιών (όπως θηλυκό/αρσενικό και μυαλό/σώμα) είναι γνωστά σε μέλη μιας κουλτούρας και μπορεί να φαίνονται διακρίσεις κοινής λογικής για καθημερινούς επικοινωνιακούς σκοπούς, ακόμη κι αν μπορεί να θεωρούνται ως πλαστές διχοτομήσεις σε πιο κριτικά πλαίσια. Η ίδια η σειρά με την οποία μερικοί από τους συνδέσμους αυτούς εκφράζονται συχνότερα μπορεί να φαίνεται και 'φυσική' (σκεφθείτε κάποια κοινά ζεύγη και προσπαθείστε να αντιστρέψετε τη σειρά τους). Συζευγμένα σημαίνοντα θεωρούνται από τους θεωρητικούς στρουκτουραλιστές ως μέρος της 'βαθειάς (ή κρυφής) δομής' κειμένων, που διαμορφώνει την προτιμητέα ανάγνωσή τους. Τέτοιοι σύνδεσμοι φαίνεται να ευθυγραμμίζονται σε μερικά κείμενα και genres, ούτως ώστε οι πρόσθετες 'κάθετες' σχέσεις (όπως αρσενικό/μυαλό, θηλυκό/σώμα) να αποκτούν εμφανείς δικούς τους συνδέσμους. Η δομή του κειμένου λειτουργεί για να ωθήσει τον αναγνώστη να ευνοήσει ένα σύνολο αξιών και εννοιών αντί ενός άλλου, και συχνά αυτές οι αντιθέσεις λύνονται εις όφελος των κυρίαρχων ιδεολογιών. Πάντως, οι εντάσεις μεταξύ τους μπορεί να παραμένουν ανεπίλυτες.
Ο Umberto Eco ανέλυσε τα μυθιστορήματα του James Bond σε όρους σειράς αντιθέτων: Bond εναντίον κακού, Δύση εναντίον Σοβιετικής Ένωσης, αγγλοσάξωνες εναντίον άλλων χωρών, ιδεώδη εναντίον απληστίας, τύχη εναντίον προγραμματισμού, υπερβολή εναντίον μέτρου, διαστροφή εναντίον αθωότητας, αφοσίωση εναντίον προδοσίας. Ο Eco ξεκαθαρίζει πως οι κειμενικές αντιθέσεις είναι μέρος του ευρύτερου ιδεολογικού διαλόγου (ίδε Woollacott 1982, 96-7). Ο John Fiske (1987) κάνει σημαντική αναλυτική χρήση τέτοιων αντιθέσεων σε σχέση με κείμενα μαζικών μέσων. Οι επικριτές αυτής της στρουκτουραλιστικής ανάλυσης γράφουν ότι οι δυαδικές αντιθέσεις δεν είναι απαραίτητο να συνδέονται μόνο μεταξύ τους και να ερμηνεύονται, αλλά επίσης πρέπει να συμφωνούν με το πλαίσιο του κοινωνικού συστήματος που δημιούργησε τα κείμενα (Buxton 1990, 12). Επιπλέον, αυτοί που χρησιμοποιούν τη δομική ανάλυση, μερικές φορές απαιτούν να αναλύσουν τη 'σιωπηρή σημασία' ενός κειμένου, αυτό για το οποίο πρόκειται 'στην πραγματικότητα'. Δυστυχώς, τέτοιες προσεγγίσεις, υποτιμούν κατά κανόνα την υποκειμενικότητα του ερμηνευτικού πλαισίου. Κι άλλη μια αντίρρηση είναι ότι «το ζήτημα του εάν οι κατηγορίες, όπως ιερός/βέβηλος και ευτυχία/μιζέρια, είναι ψυχολογικά πραγματικές με κάποια λογική έννοια, δεν τίθεται και η εσωτερική λογική του στρουκτουραλισμού θα υπέθετε ότι δεν πρέπει και να τεθεί» (Young 1990, 184).
Οι σωσσυριανοί σημειωτιστές δίνουν έμφαση στους τρόπους με τους οποίους δημιουργείται η έννοια από τις διαφορές μεταξύ σημαινόντων. Ο ρώσος γλωσσολόγος και σημειωτιστής Roman Jakobson εισήγαγε τη θεωρία του έκδηλου, που αναφέρεται στους πόλους μιας υποδειγματικής αντίθεσης. Ισχυρίστηκε ότι τέτοια ζεύγη σημαινόντων αποτελούνται από 'μη σεσημασμένη' (unmarked) και 'σεσημασμένη' (marked) μορφή. Σε σχέση με τη γλώσσα, δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα σεσημασμένων μορφών αναγνωρίζονται συνήθως: αυτά αναφέρονται σε τυπικά χαρακτηριστικά και σε γενικής χρήσεως λειτουργίες. Για τον For Greenberg (1966, αναφέρεται στο Clark & Clark, 1977), η πιο σύνθετη μορφή είναι σεσημασμένη, που γιαυτόν τυπικά περιέχει και τα δύο παρακάτω γνωρίσματα:
Οι Herbert and Eve Clark γράφουν ότι «γενικά στα αγγλικά, η κατηγορία θηλυκό είναι σεσημασμένη σε σχέση με την κατηγορία αρσενικό» (Clark & Clark 1977, 524), κάτι που δεν έχουν παραβλέψει οι θεωρητικοί του φεμινισμού. Όπου τα σημαίνοντα συνδυάζονται, η σύζευξη είναι σπανίως συμμετρική, αλλά μάλλον ιεραρχική. Ζητώντας συγγνώμη από τον George Orwell μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη φράση «όλα τα σημαίνοντα είναι ίσα, αλλά μερικά είναι πιο ίσα από άλλα». Οι δύο μορφές παίρνουν διαφορετικές αξίες: η σεσημασμένη μορφή είναι (εν δυνάμει) αρνητική. «Ένας σεσημασμένος όρος αρνείται, ή υποδηλώνει την απουσία του, κατάλληλα εκφρασμένου ουδέτερου, μη σεσημασμένου όρου» (Manktelow & Over 1990, 7-8). Η μη σεσημασμένη μορφή είναι τυπικά επικρατέστερη (π.χ. στατιστικά μέσα στο genre) και μοιάζει λοιπόν να είναι 'ουδέτερη', 'φυσική' και 'κανονική'. Είναι λοιπόν 'διάφανη' - δεν τραβά την προσοχή στο αθέατο ευνοϊκό της καθεστώς. Η 'σεσημασμένη' μορφή έρχεται στο προσκήνιο – παρουσιαζόμενη ως 'διαφορετική' και διακρίνεται από κάποιο ειδικό σημειωτικό γνώρισμά της (Noth 1990, 76). Εμπειρικές μελέτες έδειξαν ότι η γνωστική επεξεργασία είναι δυσκολότερη με τους σεσημασμένους όρους παρα με τους μη σεσημασμένους (Clark & Clark 1977).
Με την περιορισμένη μαρτυρία των μετρήσεων συχνότητας ρητών λεκτικών ζευγών σε γραπτό κείμενο, θα έλεγα ότι ενώ είναι πολύ σύνηθες για έναν όρο σε τέτοια ζεύγη να είναι σεσημασμένος, δε βρίσκεται πάντα καθαρά σεσημασμένος όρος. Παραδείγματος χάριν, σε γενική χρήση φαίνεται να μην υπάρχει εγγενής προτίμηση για τον έναν όρο σε ένα ζεύγος όπως 'νέος/γέρος' (είναι εξ ίσου πιθανό να συναντήσει κανείς οποιονδήποτε από τους δυο όρους 'νέος/γέρος'). Επιπλέον, η έκταση κατά την οποία ένας όρος είναι σεσημασμένος είναι μεταβλητή. Μερικοί όροι φαίνεται να είναι πολύ πιο καθαρά σεσημασμένοι από άλλους: μετρήσεις συχνότητας βασισμένες σε κείμενα του WWW υποδεικνύουν ότι στο ζεύγος δημόσιο/ιδιωτικό, παραδείγματος χάριν, το ιδιωτικό είναι σαφέστατα ο σεσημασμένος όρος (που του απονέμεται δευτερεύουσα θέση). Πόσο ισχυρά σημαίνεται ένας όρος εξαρτάται από τα πλαίσια αναφοράς, όπως είναι τα genres και η κοινωνική διάλεκτος: δηλαδή, το ζεύγος ομοφυλόφιλος/ετεροφυλόφιλος (όπου το 'ετεροφυλόφιλος' είναι ο σεσημασμένος όρος φαίνεται να είναι ένα διακριτικό γνώρισμα των ομοφυλοφιλικών διαλόγων.
Η έννοια της σήμανσης μπορεί να εφαρμοσθεί ευρύτερα πέρα από τα απλά υποδειγματικά σύνολα λέξεων. Όπου ένα κείμενο διίσταται από τις συμβατικές προσδοκίες είναι 'σεσημασμένος'. Συμβατικό, ή 'υπερ-κωδικοποιημένο' κείμενο (που ακολουθεί μια συνταγή που μπορεί εύκολα να προβλεφθεί) είναι μη σεσημασμένο αν και αντισυμβατικά ή υπο-κωδικοποιημένα κείμενα είναι σεσημασμένα. Σεσημασμένα ή υπο-κωδικοποιημένα κείμενα απαιτούν από τον ερμηνευτή να κάνει περισσότερη ερμηνευτική εργασία. Η σήμανση μπορεί επίσης να διακρίνεται σε μη-γλωσσικά πλαίσια. Εφαρμόζοντας την έννοια των σεσημασμένων μορφών σε genres μαζικών επικοινωνιακών μέσων, η Merris Griffiths, μια μεταπτυχιακή φοιτήτριά μου, εξέτασε τα στυλ παραγωγής και διασκευής των τηλεοπτικών διαφημίσεων για παιχνίδια. Τα ευρήματά της έδειξαν ότι το στυλ των διαφημίσεων, που στόχευαν κυρίως σε αγορια, είχε πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία με αυτά που στόχευαν σε μικτό ακροατήριο από αυτά που στόχευαν σε κορίτσια, κάνοντας τις 'διαφημίσεις κοριτσιών' τη σεσημασμένη κατηγορία σε διαφημίσεις παιχνιδιών. Η Kathryn Woodward ισχυρίζεται ότι είναι «μέσω της σήμανσης των .. διαφορών που η κοινωνική τάξη παράγεται και συντηρείται» (Woodward 1997, 33). Μη σεσημασμένες μορφές απηχούν την πολιτογράφηση των κυρίαρχων πολιτιστικών αξιών. Η γαλλίδα φεμινίστρια Hιlθne Cixous τόνισε το φυλετικό χαρακτήρα των δυαδικών αντιθέσεων, που σταθμίζεται μόνιμα υπέρ των αρσενικών (αναφέρεται στο Woodward op.cit., 36). Όπως έγραψε ο Trevor Millum:
Τα πρότυπα, με τα οποία η ανθρωπότητα γενικά, κι οι κοινωνίες και τα άτομα ειδικότερα, εκτίμησαν τις αξίες του αρσενικού και του θηλυκού, δεν είναι ουδέτερα, αλλά όπως το θέτει η Simnel 'καθεαυτά θεμελιωδώς ανδρικά'. Το να είσαι αρσενικό είναι το να είσαι κατά κάποιον τρόπο φυσιολογικό, το να είσαι θηλυκό σημαίνει το να είσαι διαφορετικό, το να αποκλίνεις από το φυσιολογικό, το να είσαι ανώμαλο. (Millum 1975, 71)
Υπάρχει ένα θαυμάσιο ειρωνικό ευφυολόγημα που λέει ότι 'Ο κόσμος χωρίζεται σαυτούς που χωρίζουν τους ανθρώπους σε δύο τύπους και σαυτούς που δεν το κάνουν'. Η ερμηνευτική χρησιμότητα των απλών διχοτομιών αμφισβητείται συχνά επί τη βάσει του ότι η ζωή και (ίσως από παραπλανητική 'ρεαλιστική' αναλογία) τα κείμενα αποτελούν 'ιστούς χωρίς ραφή' και ως εκ τούτου περιγράφονται καλύτερα με όρους συνεχείς. Αλλά είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας ότι κάθε ερμηνευτικό πλαίσιο κόβει το υλικό του σε κομμάτια, που μπορεί εύκολα να χειριστεί. Το τεστ της καταλληλότητάς του μπορεί σίγουρα να αξιολογηθεί μόνο σε όρους του αν προωθεί την κατανόηση του υπό εξέτασιν φαινομένου.
Ο στρουκτουραλιστής σημειωτικός Algirdas Greimas εισήγαγε το σημειωτικό τετράγωνο (το οποίο διασκεύασε από το 'λογικό τετράγωνο' της σχολαστικής φιλοσοφίας) ως μέσο περαιτέρω ανάλυσης ζευγών εννοιών (Greimas 1987, xiv, 49; Nφth 1990, 319; Mick 1991). Το σημειωτικό τετράγωνο έχει σκοπό να χαρτογραφήσει τις λογικές συνδέσεις και διαζεύξεις και τα σχετικά κύρια γνωρίσματα του κειμένου. Υποδηλώνει ότι οι πιθανότητες για σημείωση σε ένα σημειωτικό σύστημα είναι πλουσιότερες από το είτε/ή της δυαδικής λογικής, αλλά ότι παρά ταύτα υπόκεινται σε 'σημειωτικούς περιορισμούς' – όπου οι 'βαθειές δομές' προσφέρουν βασικούς άξονες σημείωσης.
Τα σύμβολα S1, S2, όχι S1 και όχι S2 αντιπροσωπεύουν θέσεις μέσα στο σύστημα, οι οποίες μπορεί να καταλαμβάνονται από χειροπιαστές ή αφηρημένες έννοιες. Τα βέλη με διπλή κεφαλή αντιπροσωπεύουν δυαδικές σχέσεις. Οι άνω γωνίες του Γκρειμασιανού τετραγώνου αντιπροσωπεύουν μιαν αντίθεση μεταξύ της τοποθεσίας μιας θέσης (S1) και της άρνησης (S2) (π.χ. ζωή και θάνατος). Οι κάτω γωνίες αντιπροσωπεύουν θέσεις που δεν λαμβάνονται υπόψη σε απλές δυαδικές αντιθέσεις, μη-θέση, (όχι S1) και μη-άρνηση (όχι S2) (π.χ. όχι-θάνατος και όχι-ζωή). Οι οριζόντιες σχέσεις αντιπροσωπεύουν ένα συνεχές φάσμα, στο οποίο κάθε ένας από τους αριστερούς όρους (S1 και Όχι S2) θεωρείται ως ίσος και αντίθετος στο δεξιό του ζεύγος (Όχι S1 και S2). Η διαγώνια σχέση αφορά την παρουσία ή απουσία κάποιας πληροφόρησης ή ιδιότητας. Οι όροι στην κορυφή (S1, S2) αντιπροσωπεύουν 'παρουσίες' ενώ οι σύντροφοι όροι (Όχι S1 and Όχι S2) παριστούν 'απουσίες'. Ο Greimas αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων θέσεων ως: αντιθετικότητα ή εναντίωση (S1/S2); συμπληρωματικότητα ή συμπερασμα (S1/Όχι S2 και S2/Όχι S1); και αντίφαση (S1/Όχι S1 και S2/Όχι S2). Η Varda Langholz Leymore προσφέρει ένα επεξηγηματικό υπόδειγμα των συνδεδεμένων όρων 'ωραίος' και 'άσχημος'. Στο σημειωτικό τετράγωνο οι τέσσερις σχετιζόμενοι όροι θα ήταν 'ωραίος', 'άσχημος', 'μη ωραίος' και 'μη άσχημος'. Το αρχικό ζεύγος δεν είναι απλά μια δυαδική αντίθεση, επειδή «κάτι που δεν είναι ωραίο δεν είναι αναγκαία άσχημο και τανάπαλιν, ένα πράγμα που δεν είναι άσχημο δεν είναι αναγκαία ωραίο» (Langholz Leymore 1975, 29). Το ίδιο πλαίσιο μπορεί παραγωγικά να εφαρμοσθεί σε πολλά άλλα ζεύγη όρων, όπως το 'αδύνατο' και το 'παχύ'.
Η κατάληψη μιας θέσεως μέσα σε κάποιο τέτοιο πλαίσιο επενδύει ένα σημείο με σημασία. Το σημειωτικό τετράγωνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τονίσει 'κρυμένα' θέματα σε ένα κείμενο ή μια πρακτική. Η Gilles Marion χρησιμοποίησε την τεχνική αυτή για να προτείνει τέσσερις σκοπούς στην επικοινωνία μέσω ενδυμάτων: το να θέλεις να σε δούν, το να μη θέλεις να σε δούν, το να θέλεις να μη σε δούν, το να μη θέλεις να μη σε δούν (αναφέρεται σε μια πρόχειρη δημοσίευση του David Mick). Ο Dan Fleming προσφέρει μια προσφατη εφαρμογή του σημειωτικού τετραγώνου σε σχέση με τα παιδικά παιχνίδια (Fleming 1996, 147ff). Πάντως, η Γκρειμασιανή ανάλυση κειμένων σε όρους του σημειωτικού τετραγώνου έχει επικριθεί ότι οδηγεί εύκολα σε υπεραπλουστευτικές και προγραμματικές αποκωδικοποιήσεις.
Τόσο η συνταγματική όσο και η υποδειγματική ανάλυση χειρίζονται τα σημεία ως μέρη ενός συστήματος που διερευνά τις λειτουργίες τους μέσα σε κώδικες και υπο-κώδικες. Η Rosalind Coward και ο John Ellis προτείνουν ότι η διάκριση μεταξύ συνταγματικής και υποδειγματικής ανάλυσης είναι κατά κάποιους τρόπους πολύ άκαμπτη, αφού δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει την παραγωγικότητα των δομών : τείνει να απομονώσει το προϊόν από την παραγωγή του, το αντικείμενο από τη δομή» (Coward & Ellis 1977, 14). Πάντως, οι δύο τύποι ανάλυσης είναι συμπληρωματικοί και κανένας τύπος δεν διεξάγεται λογικά σε βάρος του άλλου.