Daniel Chandler Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντοπούλου |
url : https://www.ellopos.gr/semiotics/
Περιεχόμενα: Πρόλογος ||| Εισαγωγή ||| Σημεία ||| Τρόπος (Μodality) ||| Υποδείγματα & Συντάγματα ||| Συνταγματική Ανάλυση ||| Υποδειγματική Ανάλυση ||| Καταδήλωση & Συμπαραδήλωση ||| Μεταφορά και Μετωνυμία ||| Κώδικες ||| Τρόποι προσαγόρευσης ||| Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση ||| Άρθρωση ||| Διακειμενικότητα ||| Πλεονεκτήματα της Σημειωτικής ||| Κριτικές της Σημειωτικής ||| Εφαρμόστε Μόνοι Σας Σημειωτική ||| Παραπομπές ||| Προτεινόμενα Αναγνώσματα ||| Ευρετήριο
Καταδήλωση και Συμπαραδήλωση
Οι σημειωτιστές κάνουν συχνά μιαν αναλυτική διάκριση μεταξύ δύο τύπων σημαινομένων (αναφερομένων): ενα καταδηλούμενο σημαινόμενο και ένα συμπαραδηλούμενο σημαινόμενο. Μερικοί ορίζουν τη σημασία ως εξής «οι καταδηλωτικές και οι συμπαραδηλωτικές σχέσεις που παράγονται καθώς ο αναγνώστης αποκωδικοποιεί ένα κείμενο» (McQuarrie & Mick 1992, 181, που ακολουθεί τον Eco 1976, 66-71). Η καταδήλωση κι η συμπαραδήλωση είναι όροι που περιγράφουν τη σχέση μεταξύ του σημαίνοντος και του αναφερομένου του. 'Καταδήλωση' τείνει να περιγράφεται ως η εξ ορισμού, κυριολεκτική, ή κοινής λογικής σημασία του σημείου. Η συμπαραδήλωση αναφέρεται στους κοινωνικο-πολιτιστικούς και προσωπικούς συνειρμούς (ιδεολογικούς, συναισθηματικούς, κ.λπ).
Οι David Mick και Claus Buhl προσφέρουν το χρήσιμο παράδειγμα μιας διαφήμισης:
Aνεξάρτητα από την ποικιλία γωνιών από την οποία μπορεί να ληφθεί μια φωτογραφία, διαφορετικές εικόνες ενός ανθρώπου που φορά ένα κοστούμι και κάθεται σε μιαν έρημο θα σημάνουν γενικά τις ίδιες έννοιες πρώτου βαθμού. Υψηλότερου βαθμού σημασιοδοτήσεις ή συνειρμοί, όπως το κοστούμι και το σκηνικό, που υποδηλώνουν ότι ο άνδρας είναι ένα γενναίο στέλεχος, είναι περισσότερο μεταβλητές και λιγώτερο προκαθορισμένες. (Mick & Buhl 1992, 320).
Για τους σημειωτιστές τόσο η δήλωση όσο και η συμπαραδήλωση επιβάλλουν τη χρήση κωδίκων. Οι στρουκτουραλιστές σημειωτιστές που δίνουν έμφαση στη σχετική αυθαιρεσία των σημαινόντων και οι κοινωνικοί σημειωτιστές που δίνουν έμφαση στην ποικιλία της ερμηνείας και στη σημασία των πολιτιστικών και ιστορικών περιβαλλόντων δύσκολα θα δεχθούν την έννοια μιας κυριολεκτικής σημασίας. Η δήλωση απλώς συνεπάγεται ευρύτερη συναίνεση. Οι David Mick και Laura Politi γράφουν ότι η επιλογή μας να μη διαχωρίσουμε την καταδήλωση από τη συμπαραδήλωση συνδέεται με τη θεώρηση ότι η κατανόηση και η ερμηνεία είναι εξ ίσου αχώριστες. (Mick & Politi 1989, 85).
Όπως το θέτει ο John Hartley, η σημασία τείνει να πολλαπλασιάζεται από ένα ειδικό σημείο … έως ότου ένα μοναδικό σημείο μπορεί να φορτωθεί πολλαπλές σημασίες που υπερβαίνουν κατά πολύ αυτό που φαίνεται στην πραγματικότητα να 'λέει' (Hartley 1982, 26). Ο Roland Barthes υιοθέτησε από τον Louis Hjelmslev την έννοια ότι υπάρχουν διάφορες τάξεις σημασιοδότησης (επίπεδα σημασίας). Η πρώτη τάξη σημασιοδότησης είναι αυτή της καταδήλωσης: σαυτό το επίπεδο υπάρχει ένα σημείο που αποτελείται από ένα σημαίνον και ένα σημαινόμενο. Η συμπαραδήλωση είναι σημασιοδότηση δευτέρας τάξεως η οποία χρησιμοποιεί το καταδηλωτικό σημείο (σημαίνον και σημαινόμενο) ως δικό της σημαίνον και του επισυνάπτει ένα πρόσθετο σημαινόμενο. Στο πλαίσιο αυτό η συμπαραδήλωση είναι ένα σημείο, που αντλεί από το σημαίνον ενός καταδηλωτικού σημείου (ούτως ώστε η καταδήλωση να οδηγεί σε μια σειρά συμπαραδηλώσεων). Αυτό τείνει να σημαίνει ότι η καταδήλωση έχει θεμελιώδη και πρωτογενή σημασία – μια έννοια την οποίαν αμφισβήτησαν πολλοί άλλοι σχολιαστές. Ο ίδιος ο Barthes έδωσε αργότερα προβάδισμα στη συμπαραδήλωση (Thwaites et al. 1994, 62-3). Παρεμπιπτόντως, σημειώνουμε ότι η διατύπωση αυτή υπογραμμίζει την ιδέα ότι «αυτό που είναι σημαίνον ή σημαινόμενο εξαρτάται αποκλειστικά από το επίπεδο στο οποίο διεξάγεται η ανάλυση: ένα σημαινόμενο σε ένα επίπεδο μπορεί να γίνει σημαίνον σε ένα άλλο επίπεδο» (Willemen 1994, 105).
Αλλαγή στη φόρμα του σημαίνοντος ενώ διατηρούμε το ίδιο σημαινόμενο μπορεί να δημιουργήσει διαφορετικές συμπαραδηλώσεις (O'Sullivan et al. 1994, 286). Αλλαγές στύλ και τόνου μπορεί να συνεπάγονται διαφορετικές συμπαραδηλώσεις, όπως όταν χρησιμοποιούμε διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία για ακριβώς το ίδιο κείμενο, ή όταν αλλάζουμε από την οξεία εστίαση σε χαλαρή εστίαση στη λήψη μιας φωτογραφίας. Πάντως, οι συμπαραδηλώσεις «δεν προέρχονται από το ίδιο το σημείο, αλλά από τον τρόπο που η κοινωνία το χρησιμοποιεί και αξιολογεί τόσο το σημαίνον όσο και το σημαινόμενο» (Fiske & Hartley 1978, 41). Ένα αυτοκίνητο μπορεί να συμπαραδηλώνει αρρενωπότητα ή ελευθερία στο δυτικό πολιτισμό. Η επιλογή των λέξεων συχνά συνεπάγεται συμπαραδηλώσεις, όπως στις αναφορές 'απεργία' αντί 'διαμάχη', 'απαιτήσεις συνδικάτων' αντί 'προσφορές διοίκησης' κ.ο.κ. Η μεταφορά και η μετωνυμία συνεπάγονται συμπαραδήλωση.
O Tony Thwaites κι οι συνεργάτες του προσφέρουν έναν ορισμό για τις συμπαραδηλώσεις του σημείου ως 'το σύνολο των δυνατών σημαινομένων' και της καταδήλωσης ως 'τη σταθερότερη και εμφανώς επαληθεύσιμη από τις συμπαραδηλώσεις' (Thwaites et al. 1994, 57 & 58). Ο Dominic Strinati ρωτά: «Υπάρχει άραγε καθαρή καταδήλωση;» (Strinati 1995, 125). Είναι η καταδήλωση απλώς άλλη μια συμπαραδηλωση; Οι Thwaites et al. επιμένουν ότι όλα τα σημεία είναι συμπαραδηλωτικά: οι καταδηλώσεις είναι απλώς κυρίαρχες συμπαραδηλώσεις που κατάντησαν να θεωρούνται ως οι 'αληθείς' έννοιες των σημείων και των κειμένων (Thwaites et al. 1994, 63, 75). Σε ένα σημαντικό του δοκίμιο ο βρεταννός κοινωνιολόγος Stuart Hall σχολίασε το θέμα ως εξής:
Ο όρος 'καταδήλωση' εξισώνεται ευρέως με την κυριολεκτική σημασία ενός σημείου: επειδή η κυριολεκτική σημασία είναι σχεδόν γενικά αναγνωρίσιμη, ειδικά όταν πρόκειται για οπτική επικοινωνία, η 'καταδήλωση' συγχέεται συχνά με την κυριολεκτική μεταφορά της 'πραγματικότητας' στη γλώσσα – και μέσω αυτής με 'ένα φυσικό σημείο', αυτό που παράγεται χωρίς την παρέμβαση κώδικα. Η 'συμπαραδήλωση', από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιείται απλώς για να αναφέρεται σε λιγότερο σταθερές και συνεπώς περισσότερο συμβατικές και μεταβλητές, συνδεδεμένες σημασίες, οι οποίες σαφώς μεταβάλλονται από τη μια περίσταση στην άλλη και συνεπώς πρέπει να εξαρτώνται από την παρέμβαση κωδίκων. Δε χρησιμοποιούμε τη διάκριση – καταδήλωση/συμπαραδήλωση – με τον τρόπο αυτό. Από την άποψή μας, η διάκριση είναι μόνο αναλυτική. Είναι χρήσιμο στην ανάλυση να μπορείς να εφαρμόζεις έναν πρόχειρο εμπειρικό κανόνα, που διακρίνει αυτές τις πλευρές ενός σημείου που φαίνεται να θεωρούνται, σε οποιαδήποτε κοινωνία και σε οποιαδήποτε στιγμή, ως η 'κυριολεκτική' του σημασία (καταδήλωση) από τις πιο συσχετιζόμενες σημασίες που μπορεί να δημιουργήσει το σημείο (συμπαραδήλωση). Αλλά οι αναλυτικές διακρίσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις διακρίσεις του πραγματικού κόσμου. Θα υπάρξουν πολύ λίγες περιστάσεις όπου τα σημεία, οργανωμένα σε ένα μήνυμα, σημαίνουν μόνο την 'κυριολεκτική' (δηλαδή, σχεδόν-οικουμενικά όμοφωνη) σημασία τους. Στην πραγματική επικοινωνία τα περισσότερα σημεία θα συνδυάζουν και τις καταδηλωτικές και τις συμπαραδηλωτικές τους πλευρές, (όπως επανακαθορίστηκαν παραπάνω). Μπορεί τότε να τεθεί το ερώτημα, γιατί διατηρούμε τη διάκριση καθόλου. Είναι γενικά θέμα αναλυτικής αξίας. Είναι επειδή τα σημεία φαίνεται να αποκτούν την πλήρη ιδεολογική τους αξία … στο επίπεδο των 'συσχετιζόμενων' σημασιών (δηλαδή, στο συμπαραδηλωτικό επίπεδο) – διότι εδώ οι 'σημασίες' δεν είναι εμφανώς σταθερές σε φυσική αντίληψη (δηλαδή, δεν έχουν εντελώς πολιτογραφηθεί) και η ρευστότητα της σημασίας και των συσχετίσεών τους μπορεί πληρέστερα να αξιοποιηθεί και να μεταβληθεί. Έτσι είναι στο επίπεδο της συμπαραδήλωσης ενός σημείου, όπου υπεισέρχονται οι περιστασιακές ιδεολογίες μεταβάλλοντας και αλλοιώνοντας τη σημασιοδότηση. Στο επίπεδο αυτό μπορούμε να δούμε πιο καθαρά την ενεργό επέμβαση των ιδεολογιών μέσα και πάνω στην επικοινωνία… Αυτό δε σημαίνει ότι η καταδηλωτική ή 'κυριολεκτική' σημασία είναι έξω από την ιδεολογία. Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιδεολογική της αξία είναι ισχυρά σταθερή – επειδή έχει γίνει τόσο οικουμενική και 'φυσική'. Οι όροι 'καταδήλωση' και 'συμπαραδήλωση' είναι τότε απλώς χρήσιμα αναλυτικά εργαλεία για να διακρίνουν, σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, μεταξύ όχι της παρουσίας/απουσίας ιδεολογίας στη γλώσσα, αλλά μεταξύ διαφόρων επιπέδων στα οποία οι ιδεολογίες και τα επικοινωνιακά μηνύματα διασταυρώνονται. (Hall 1980, 132-3) |
Από μια τέτοια σκοπιά η καταδήλωση μπορεί να θεωρηθεί όχι ως τίποτε παραπάνω από τη 'φυσική' σημασία σε σχέση με τη συμπαραδήλωση, αλλά μάλλον ως 'διαδικασία πολιτογράφησης' (Thwaites et al. 1994, 61).
Οι παρατηρήσεις του Stuart Hall εδώ ήταν εν πολλοίς αντίδραση στους επικριτές κάποιων παρατηρήσεων του Roland Barthes (δες επίσης Hall 1982, 79). Ο Barthes ισχυρίστηκε ότι στη φωτογραφία η συμπαραδήλωση μπορεί (αναλυτικά) να διακριθεί από την καταδήλωση. Στη σύνοψη του Fiske, η «καταδήλωση είναι η μηχανική αναπαραγωγή στο φιλμ του αντικειμένου προς το οποίο εστιάζεται η κάμερα. Η συμπαραδήλωση είναι το ανθρώπινο μέρος της διαδικασίας, είναι η επιλογή του τι να περιληφθεί στη φωτογραφία, το επίκεντρο, το άνοιγμα του φακού, η γωνία της μηχανής, η ποιότητα του φιλμ κ.ο.κ. Η καταδήλωση είναι αυτό που φωτογραφίζεται, η συμπαραδήλωση είναι το πώς φωτογραφίζεται» (Fiske 1982, 91). Ο Victor Burgin αμφισβήτησε την έννοια ότι η φωτογραφία αναπαράγει το αντικείμενό της, επιμένοντας ότι «η φωτογραφία αφαιρεί από, και μεταφέρει το πραγματικό» (Burgin 1982, 61): δεν πρέπει να μπερδεύουμε το ένα με το άλλο. Το πρόβλημα είναι ότι «με τις φωτογραφίες οι καταδηλωτικές ιδιότητες ή ικανότητες μπαίνουν στο προσκήνιο και η συμπαραδήλωση καταπιέζεται. Ένα εικονικό σημείο επικροτεί διαπεραστικά το 'πού' αλλά σιωπά όσον αφορά το 'πώς' (Deacon et al. 1999, 189).
Στο επίπεδο της συμπαραδήλωσης, τα σημεία είναι πιο 'πολυσημικά', πιο ανοικτά στην ερμηνεία. Πάντως, υπάρχει κίνδυνος εδώ να τονισθεί η 'ατομική υποκειμενικότητα' της συμπαραδήλωσης: οι σχολιαστές όπως ο Fiske τονίζουν 'διυποκειμενικές' αντιδράσεις που τις συμμερίζονται σε κάποιο βαθμό μέλη του ίδιου πολιτισμού. Με κάποιο ατομικό παράδειγμα μόνο ένα περιορισμένο φάσμα συμπαραδηλώσεων θα είχαν νόημα (Fiske & Hartley 1978, 46). Οι Thwaites et al. προσθέτουν ότι «οι συμπαραδηλώσεις δεν είναι απλώς αυτό που εσείς προσωπικά καταλαβαίνετε από το σημείο: είναι η σημασία που οι κώδικες στους οποίους έχετε πρόσβαση δίνουν στο σημείο» (Thwaites et al. 1994, 57). Οι συμπαραδηλώσεις σχετίζονται με παράγοντες όπως τάξη, ηλικία, φύλο και εθνικότης. Τόσο οι συμπαραδηλώσεις όσο και οι καταδηλώσεις υπόκεινται όχι μόνο στην κοινωνικο-πολιτιστική μεταβλητικότητα αλλά επίσης σε ιστορικούς παράγοντες: μεταβάλλονται διαχρονικά. Τα σημεία που αναφέρονται σε αδύναμες ομάδες (όπως η 'γυναίκα') μπορεί να θεωρηθεί ότι είχαν πολύ πιο αρνητικές καταδηλώσεις όσο και αρνητικές συμπαραδηλώσεις απ’ ότι έχουν σήμερα, επειδή πλαισιώνονται από τους κυρίαρχους και αυταρχικούς κώδικες της εποχής τους – περιλαμβανομένων ακόμη και των υποθετικά 'αντικειμενικών' επιστημονικών κωδίκων (Thwaites et al. 1994, 59). Ο John Hartley γράφει ότι:
Η συμπαραδήλωση μπορεί να λειτουργήσει τόσο συνταγματικά όσο και υποδειγματικά. Μπορεί να προέλθει από τη σωρευτική δράση μιας σειράς, ή από την συνεπαγόμενη σύγκριση με απούσες εναλλακτικές επιλογές… Η υποδειγματική συμπαραδήλωση αξιοποιεί τις προσδοκίες μας γιαυτό που θα μπορούσε να έχει επιλεγεί, για να το συγκρίνει με αυτό που επελέγη. (Hartley 1982, 27)
Όπως είπε ο Fiske, είναι συχνά εύκολο να διαβάζει κανείς συμπαραδηλωτικές αξίες ως καταδηλωτικά γεγονότα. Ένας από τους κύριους στόχους της σημειωτικής ανάλυσης είναι να μας προσφέρει την αναλυτική μέθοδο και τη νοοτροπία για να προφυλασσόμαστε από το είδος αυτό της παρα-ανάγνωσης. (Fiske 1982, 92).
Σχετικό με τη συμπαραδήλωση είναι αυτό που ο Roland Barthes ονομάζει μύθο. Ο Barthes ισχυρίζεται ότι τα επίπεδα σημασιοδότησης που ονομάζονται καταδήλωση και συμπαραδήλωση συνδυάζονται για να παράγουν ιδεολογία – που έχει περιγραφεί ως η σημασιοδότηση τρίτης τάξεως (Fiske & Hartley 1978, 43; O'Sullivan et al. 1994, 287). Η λαϊκή χρήση του όρου 'μύθος' υπονοεί ότι αναφέρεται σε πιστεύω που είναι αποδεδειγμένα λανθασμένα, αλλά η σημειωτική χρήση του όρου δεν το υπονοεί αναγκαστικά. «Οι μύθοι είναι αυθαίρετοι σε σχέση με τα αναφερόμενά τους και σχετίζονται με την κουλτούρα» (O'Sullivan et al. 1994, 287). Οι πολιτιστικοί μύθοι εκφράζουν και συμβάλλουν στην οργάνωση κοινών τρόπων αντίληψης πραγμάτων (Fiske 1982, 93-5; Fiske & Hartley 1978, 41ff; O'Sullivan et al. 1994, 287). Ο Tony Thwaites και οι συνάδελφοί του προσθέτουν ότι «σημεία και κώδικες παράγονται από, και αναπαράγουν πολιτιστικούς μύθους» (Thwaites et al. 1994, 73). Οι μύθοι υπηρετούν την ιδεολογική λειτουργία της πολιτογράφησης – «να κάνουν το πολιτιστικό φυσικό», όπως το θέτει ο John Fiske (O'Sullivan et al. 1994, 193) – με άλλα λόγια, να κάνουν τις κοινές πολιτιστικές και ιστορικές αξίες, στάσεις και πιστεύω να μοιάζουν 'φυσικά', 'κανονικά', 'προφανή', 'κοινής λογικής' και ακόμη 'αληθινά'. Τα βρεταννικά προγράμματα ειδήσεων, επί παραδείγματα, υπαινίσσονται το μύθο ότι «όλοι ευνοούμε τη μετριοπάθεια». Η δύναμη τέτοιων μύθων είναι ότι 'γίνονται χωρίς λόγια'. «Η εξαιρετική επίδραση των μύθων είναι να κρύβουν τη σημειωτική λειτουργία των σημείων και κωδίκων ενός κειμένου. Οι καταδηλώσεις μοιάζουν τόσο αληθείς που τα σημεία μοιάζουν να είναι τα ίδια τα πράγματα… Οι μύθοι μετατρέπουν τα κοινωνικά σημεία σε γεγονότα» (ibid.). Κατά τους Thwaite et al., «ο μύθος αναδύεται σε κείμενα στο επίπεδο των κωδίκων» (ibid.).
Οι διαφορές μεταξύ των τριών τάξεων σημασιοδότησης δεν είναι ξεκάθαρες, αλλά για περιγραφικούς και αναλυτικούς σκοπούς μερικοί θεωρητικοί τις διακρίνουν με βάση τα εξής: Η πρώτη (καταδηλωτική) τάξη (ή επίπεδο) σημασιοδότησης θεωρείται ως κατά κύριο λόγο αναπαραστατική και σχετικά αυτοδύναμη. Η δεύτερη (συμπαραδηλωτική) τάξη σημασιοδότησης αντανακλά 'επιγραμματικές' αξίες, που προσαρτώνται στο σημείο. Στην τρίτη (μυθολογική ή ιδεολογική) τάξη σημασιοδότησης το σημείο αντανακλά σημαντικότερες έννοιες που αλλάζουν ανάλογα με την κουλτούρα και που υποστηρίζουν μια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία – όπως είναι η αρρενωπότης, η θηλυκότης, η ελευθερία, ο ατομικισμός, η αντικειμενικότητα, η ελληνικότητα, κ.ο.κ. (Fiske & Hartley 1978, 40-47; Hartley 1982, 26-30). Η Susan Hayward προσφέρει ένα χρήσιμο παράδειγμα των τριών αυτών τάξεων σημασιοδότησης σε σχέση με μια φωτογραφία της Marilyn Monroe:
Στο καταδηλωτικό επίπεδο αυτή είναι μια φωτογραφία της ηθοποιού Marilyn Monroe. Στο συμπαραδηλωτικό επίπεδο συνδέουμε τη φωτογραφία αυτή με τις ιδιότητες της Marilyn Monroe, την αίγλη, τη σεξουαλικότητα, την ομορφιά – αν αυτή είναι μια φωτογραφία στην αρχή της καρριέρας της – αλλ’ επίσης με την κατάπτωσή της, τα ναρκωτικά και τον άκαιρο θάνατο αν είναι μια από τις τελευταίες της φωτογραφίες. Σε μυθικό επίπεδο αντιλαμβανόμαστε αυτό το σημείο ως ενεργοποίηση του μύθου του Χολλυγουντ: το εργοστάσιο ονείρων που δίνει αίγλη στη μορφή των ηθοποιών που κατασκευάζει, αλλά επίσης την ονειρομηχανή που τους συνθλίβει – όλα με στόχο το κέρδος και το συμφέρον. (Hayward 1996, 310)
Η σημειωτική ανάλυση των πολιτιστικών μύθων συνεπάγεται μια προσπάθεια αποσυναρμολόγησης των τρόπων λειτουργίας των κωδίκων που λειτουργούν μέσα σε συγκεκριμένα λαϊκά κείμενα ή genres, με στόχο την αποκάλυψη του πώς μερικές αξίες, στάσεις και πιστεύω υποθάλπονται ενώ άλλες παραγκωνίζονται. Η λειτουργία της 'αποπολιτογράφησης' τέτοιων πολιτιστικών υποθέσεων παρουσιάζει προβλήματα, όταν ο σημειωτιστής είναι κι αυτός το προϊόν της ίδιας κουλτούρας, αφού το να είναι μέλος μιας κουλτούρας σημαίνει «να παίρνει ως δεδομένες» πολλές από τις κυρίαρχες ιδέες της. Ο ίδιος ο Barthes, από Μαρξιστική σκοπιά, είδε το μύθο ως υπηρέτη των ιδεολογικών συμφερόντων της αστικής τάξης (Barthes 1973).
Είναι ίσως χρήσιμο να γράψουμε ότι η ιδέα των επιπέδων σημασιοδότησης συνδέεται με αυτήν των επιπέδων αφαίρεσης (η οποία με τη σειρά της είναι ζήτημα τρόπου). Το ζήτημα αποτελεί επίκεντρο ενδιαφέροντος για τους θεωρητικούς που ασχολούνται με αυτό που ονομάζουν 'Γενική Σημαντική'. Ο Robert McKim μας προσφέρει ένα συμπαθητικό παράδειγμα των επιπέδων λεκτικής αφαίρεσης σε σχέση με μιαν αγελάδα που ονομαζόταν Μπέσυ (McKim 1970, 128. Το παράδειγμα κατάγεται από τον Korzybski, μέσω Hayakawa 1941, 121ff).
Ενώ μπορεί να είναι χρήσιμο να βλέπουμε την αφαίρεση σε όρους επιπέδων, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κάθε δεδομένο “αντικείμενο” αντίληψης μπορεί να κατηγοριοποιείται με ποικίλους τρόπους και όχι απλώς σε όρους μιάς αντικειμενικής ιεραρχίας. Οι κατηγορίες που εφαρμόζονται εξαρτώνται από τέτοιους παράγοντες όπως είναι η εμπειρία, οι ρόλοι και οι σκοποί. Αυτό εγείρει ζητήματα ερμηνείας. Επί παραδείγματα, κοιτάζοντας μια διαφήμιση όπου εμφανίζεται μια ηθοποιός, δε θα μπορούσε ο καθένας να την αναγνωρίσει ή να τη συνδέσει άμεσα με τις ίδιες ιδιότητες – ένα θέμα που θίγεται εδώ σε σχέση με τους τρόπους προσαγόρευσης;