Φιλοσοφία

ELLOPOSnet

Daniel Chandler

Σημειωτική για Αρχάριους

Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντοπούλου

url : https://www.ellopos.gr/semiotics/

Περιεχόμενα:   Πρόλογος ||| Εισαγωγή ||| Σημεία ||| Τρόπος (Μodality) ||| Υποδείγματα & Συντάγματα ||| Συνταγματική Ανάλυση ||| Υποδειγματική Ανάλυση ||| Καταδήλωση & Συμπαραδήλωση ||| Μεταφορά και Μετωνυμία ||| Κώδικες ||| Τρόποι προσαγόρευσης ||| Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση ||| Άρθρωση ||| Διακειμενικότητα ||| Πλεονεκτήματα της Σημειωτικής ||| Κριτικές της Σημειωτικής ||| Εφαρμόστε Μόνοι Σας Σημειωτική ||| Παραπομπές ||| Προτεινόμενα Αναγνώσματα ||| Ευρετήριο

 

Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση

Οι στρουκτουραλιστές σημειωτιστές τείνουν να εστιάζονται στην εσωτερική δομή του κειμένου μάλλον παρά στη διαδικασία της ερμηνείας από τους αναγνώστες του, τους ακροατές ή τους θεατές. Σε αντίθεση ο Valentin Volosinov, του οποίου το βιβλίο Μαρξισμός και η Φιλοσοφία της Γλώσσας δημοσιεύθηκε στο 1929, υποστήριξε ότι ο κύριος καθοριστικός παράγων της σημασίας ενός σημείου δεν είναι η σχέση του με άλλα σημεία (όπως επιμένουν οι σωσσυριανοί σημειωτικοί) αλλά μάλλον το κοινωνικό πλαίσιο της χρήσης του. Ο John Fiske εξηγεί την έννοια του Volosinov για τον πολυτονισμό των σημείων:

Οι σημειωτιστές αναφέρονται στη δημιουργία και ερμηνεία των κειμένων ως 'κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση' αντίστοιχα. Δυστυχώ, αυτό τείνει να δώσει την εντύπωση ότι οι διαδικασίες αυτές είναι πολύ προγραμματικές: η χρήση των όρων αυτών βέβαια έχει στόχο να τονίσει τη σημασία των σημειωτικών κωδίκων που εμπλέκονται και έτσι να τονίσει τους κοινωνικούς παράγοντες. Καθημερινές αναφορές στην επικοινωνία βασίζονται σε ένα 'μεταβιβαστικό υπόδειγμα, στο οποίο ο αποστολέας μεταδίδει ένα μήνυμα σε έναν παραλήπτη – ένας τύπος που περιορίζει τη σημασία σε 'περιεχόμενο' (που παραδίδεται ως πακέττο). Αυτή είναι επίσης η βάση του διάσημου υποδείγματος επικοινωνίας των Shannon και Weaver (1949), το οποίο δε λαμβάνει υπόψη τη σημασία του κοινωνικού πλαισίου.

Ο γλωσσολόγος Roman Jakobson (1960) πρότεινε ένα υπόδειγμα διαπροσωπικής προφορικής επικοινωνίας, η οποία εκινείτο πέραν του βασικού υποδείγματος μεταβίβασης της επικοινωνίας και τόνιζε τη σημασία των κωδίκων και των κοινωνικών πλαισίων που εμπλέκονταν. Ο Jakobson επισημαίνει αυτούς που θεωρεί ως τους έξι «συστατικούς παράγοντες… σε οποιαδήποτε πράξη προφορικής επικοινωνίας» ως εξής:

 

Ο Jakobson πρότεινε ότι «κάθε ένας από αυτούς του έξι παράγοντες καθορίζει μια διαφορετική λειτουργία της γλώσσας» (ibid.):

Σε ένα δοκίμιο για την 'Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση' (Hall 1980, που αρχικά δημοσιεύθηκε ως 'Κωδικοποίηση και Αποκωδικοποίηση στον Τηλεοπτικό Διάλογο' το 1973), ο βρεταννός κοινωνιολόγος Stuart Hall πρότεινε ένα υπόδειγμα μαζικής επικοινωνίας, που τόνιζε τη σημασία της ενεργού ερμηνείας εντός σχετικών κωδίκων. Ο Justin Wren-Lewis επιμένει ότι το υπόδειγμα του Hall με την έμφαση που δίνει στην κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση ως πρακτικές σημασιοδότησης είναι «υπεράνω όλων, μια σημειολογική σύλληψη» (Wren-Lewis 1983, 179). Ο Hall απέρριψε τον κειμενικό ντετερμινισμό, σημειώνοντας ότι «οι αποκωδικοποιήσεις δεν απορρέουν απαραίτητα από τις κωδικοποιήσεις» (Hall 1980, 136).

Ο Hall αναφέρθηκε στις διάφορες φάσεις του υποδείγματος Επικοινωνίας του για την Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση ως στιγμές, έναν όρο που πολλοί άλλοι σχολιαστές χρησιμοποίησαν μεταγενέστερα (συχνά χωρίς εξήγηση). Ο John Corner προσφέρει τους δικούς του ορισμούς:

Ο ίδιος ο Hall ανέφερε μερικές «συνδεδεμένες αλλά διακριτές στιγμές – παραγωγή, κυκλοφορία, διανομή/κατανάλωση, αναπαραγωγή» (Hall 1980, 128) ως τμήματα του 'κυκλώματος επικοινωνίας'. Ο Corner προσθέτει ότι η στιγμή της κωδικοποίησης και αυτή της αποκωδικοποίησης «είναι κοινωνικά τυχαίες πρακτικές, που μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σύγχρονες, αλλά οι οποίες σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθούν ως 'αποστολή' και 'λήψη', συνδεδεμένες με τη μεταβίβαση ενός 'μηνύματος', το οποίο να είναι ο αποκλειστικός φορέας σημασίας» (ibid., pp. 267-8).

Ο Tony Thwaites και οι συνεργάτες του παρατηρούν ότι, ειδικά οι κώδικες των μαζικών μέσων, προσφέρουν στους αναγνώστες τους κοινωνικές ταυτότητες, τις οποίες μερικοί μπορεί να υιοθετήσουν ως δικές τους (Thwaites et al. 1994, 170). Αλλά οι αναγνώστες δεν αποδέχονται αναγκαία τέτοιους κώδικες. Όπου οι εμπλεκόμενοι στην επικοινωνία δεν έχουν κοινούς κώδικες και κοινωνικές θέσεις, οι αποκωδικοποιήσεις πιθανόν να είναι διαφορετικές από την έννοια που ήθελαν οι κωδικοποιητές. Ο Umberto Eco (1965) χρησιμοποιεί τον όρο 'παρεκκλίνουσα αποκωδικοποίηση', για να αναφερθεί σε ένα κείμενο, που αποκωδιοποιήθηκε με ένα διαφορετικό κώδικα από αυτόν, που χρησιμοποιήθηκε για να κωδικοποιηθεί. Ο Eco (1981) περιγράφει ως 'κλειστά' εκείνα τα κείμενα που έχουν μια ισχυρή τάση να ενθαρρύνουν μια συγκεκριμένη ερμηνεία – σε αντίθεση με πιο ανοικτά κείμενα. Υποστηρίζει ότι τα κείμενα των μαζικών μέσων τείνουν να είναι 'κλειστά κείμενα', κι επειδή μεταδίδονται σε ετερογενή ακροατήρια, οι διαφορετικές αποκωδικοποιήσεις τέτοιων κειμένων είναι αναπόφευκτες. Ο Stuart Hall τόνισε το ρόλο της κοινωνικής θέσης στην ερμηνεία των κειμένων μαζικών μέσων από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Σε ένα υπόδειγμα που αντλεί από τα 'συστήματα σημασίας' του Frank Parkin (1972), ο Stuart Hall πρότεινε τρεις υποθετικούς ερμηνευτικούς κώδικες ή θέσεις για τον αναγνώστη ενός κειμένου (Fiske & Hartley 1978, 103-5, Hall 1980, 136-8, Morley 1980, 20-21, 134-7, Morley 1981b, 51, Hartley 1982, 148, Morley 1983, 109-10):

Όπως παρατηρούν οι Fiske και Hartley σε σχέση με την τηλεόραση, αυτό το πλαίσιο βασίζεται στην υπόθεση ότι η λανθάνουσα σημασία των προγραμμάτων κωδικοποιείται συνήθως με τον κυρίαρχο κώδικα» (Fiske & Hartley 1978, 105). Αυτή είναι μια θέση που τείνει να αντικειμενικοποίησει το μέσο και να υποτιμήσει τις τάσεις σύγκρουσης μέσα στα κείμενα. Επίσης, μερικοί κριτικοί έθεσαν το ερώτημα του πώς μια 'προτιμητέα ανάγνωση' μπορεί να καθιερωθεί. Ο Shaun Moores ερωτά «Που είναι και πώς ξέρουμε αν το έχουμε βρει; μπορούμε να είμαστε βέβαοι, ότι δεν το βάλαμε εκεί μόνοι μας, όταν το κοιτούσαμε; Και μπορεί να βρεθεί εξετάζοντας οποιοδήποτε είδος κειμένου;» (Moores 1993, 28). Μερικοί θεωρητικοί αισθάνονται ότι η έννοια μπορεί να εφαρμοσθεί ευκολότερα σε ειδήσεις και σύγχρονα θέματα, παρά σε άλλα genres μαζικών μέσων. Ο David Morley διερωτήθηκε για το αν θα έπρεπε να είναι η «ανάγνωση που ο αναλυτής προβλέπει ότι τα περισσότερα μέλη του ακροατηρίου θα παράγουν» (Morley 1981a, 6). Όπως σχολιάζει ο Justin Wren-Lewis, πάντως, «το γεγονός ότι πολλοί αποκωδικοποιητές θα καταλήξουν στην ίδια ανάγνωση, δεν μεταβάλει τη σημασία αυτή σε ουσιαστικό τμήμα του κειμένου» (Wren-Lewis 1983, 184). Η Kathy Myers γράφει επίσης, στο πνεύμα μιας μετα-στρουκτουραλιστικής κοινωνικής σημειωτικής, ότι «μπορεί να είναι παραπλανητικό να αναζητά κανείς τους καθορισμούς μιας προτιμώμενης ανάγνωσης αποκλειστικά μέσα στη μορφή και τη δομή» του κειμένου (Myers 1983, 216). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαφήμισης, προσθέτει ότι:

Ο John Corner γράφει ότι δεν είναι εύκολο να βρει κανείς πραγματικά παραδείγματα κειμένων μέσων στα οποία μια ανάγνωση προτιμάται ανάμεσα σε μια ποικιλία πιθανών αναγνώσεων (Corner 1983, 279). Μια χρήσιμη επισκόπηση του υποδείγματος κωδικοποίησης/αποκωδικοποίησης του Hall μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο της Virginia Nightingale, Μελέτη Ακροατηρίων: Το Σοκ της Πραγματικότητας (Nightingale 1996, Κεφάλαιο 2), κι ένα σημαντικό κριτικό σχόλιο του υποδείγματος προσφέρει ο Justin Wren-Lewis (1983).

Παρά τις ποικίλες κριτικές, το υπόδειγμα του Hall είχε μεγάλη επιρροή, ειδικά μεταξύ των βρεταννών θεωρητικών. Ο David Morley (1980) το χρησιμοποίησε στις μελέτες του για το πώς διάφορες κοινωνικές ομάδες ερμήνευαν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ο Morley επέμεινε ότι δεν πήρε θέση κοινωνικά ντετερμινιστική, όπου οι ατομικές 'αποκωδικοποιήσεις' ενός κειμένου θα περιορίζονταν να είναι άμεσα συνεπείς προς τις θέσεις της κοινωνικής τους τάξεως. «Αποτελεί πάντοτε θέμα έρευνας το πώς η κοινωνική θέση, όπως εκφράζεται μέσω ειδικών ομιλιών, παράγει συγκεκριμένα είδη αναγνώσεων ή αποκωδικοποιήσεων. Αυτές οι αναγνώσεις μπορεί να θεωρηθούν ως διαμορφούμενες από τον τρόπο με τον οποίον η δομή πρόσβασης στις διάφορες ομιλίες καθορίζεται από την κοινωνική θέση» (Morley 1983, 113, ίδε επίσης Morley 1992, 89-90). Ο Morley πρόσθεσε ότι οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα μπορεί να χρησιμοποιεί διαφορετικές στρατηγικές αποκωδικοποίησης σε σχέση με διαφορετικά θέματα και διαφορετικά πλαίσια. Ένα άτομο μπορεί να κάνει 'αντιπολιτευτικές' αναγνώσεις του ίδιου υλικού σε ένα πλαίσιο και 'κυρίαρχες' αναγνώσεις σε άλλο πλαίσιο (Morley 1981a, 9, Morley 1981b, 66, 67, Morley 1992, 135). Έγραψε ότι κατά την ερμηνεία των αναγνώσεω, στις οποίες προβαίνουν οι θεατές κειμένων στα μαζικά μέσα, η προσοχή θα έπρεπε να δίνεται όχι μόνο στο θέμα της συμφωνίας (αποδοχή/απόρριψη) αλλά στην κατανόηση, στη σχέση και στην απόλαυση (Morley 1981a, 10; Morley 1992, 126-7, 136). Η ερμηνεία των σημείων από τους χρήστες τους μπορεί να θεωρηθεί από μια σημειωτική σκοπιά ότι έχει τρία επίπεδα (χαλαρά σχετιζόμενα με το πλαίσιο της C W Morris για τους κλάδους της σημειωτικής):

Η βασικότερη αποστολή της ερμηνείας είναι να βρεί αυτό που αντιπροσωπεύει το σημείο (καταδήλωση), κι αυτή μπορεί να απαιτεί κάποιο βαθμό οικειότητας με το μέσο και με τους σχετικούς αναπαραστατικούς κώδικες. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της γλώσσας, αλλά μπορεί επίσης να εφαρμοσθεί στην περίπτωση των οπτικών μέσων, όπως η φωτογραφία και τα φιλμ. Μερικοί δε θα ήθελαν καθόλου να δώσουν σ’ αυτή τη χαμηλού επιπέδου προσέγγιση την επιγραφή της ερμηνείας, επιφυλάσσοντας τον όρο αυτό για διαδικασίες όπως είναι η εξαγωγή ‘διδάγματος’ από ένα αφηγηματικό κείμενο. Πάντως, οι David Mick και Laura Politi παίρνουν τη θέση ότι η κατανόηση και η ερμηνεία είναι αχώριστες, κάνοντας μιαν αναλογία με την καταδήλωση και τη συμπαραδήλωση (Mick & Politi 1989, 85).

Ο Justin Wren-Lewis σχολιάζει ότι «δεδομένου του πλούτου του υλικού που χρησιμοποιεί σημειολογικά εργαλεία για την ανάλυση του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, είναι αξιοπρόσεκτο που τόσο λίγη δουλειά έγινε πάνω στην πρακτική της αποκωδικοποίησης» (Wren-Lewis 1983, 195). Ενώ η κοινωνική σημειωτική προβάλλει την αξίωσή της να μελετά τις παρατηρούμενες σημειωτικές πρακτικές, η έρευνα στο χώρο αυτόν κυριαρχείται από εθνογραφικές και φαινομενολογικές μεθοδολογίες και σπάνια συνδέεται με σημειωτικές προσεγγίσεις (αν και δεν υπάρχει αναγκαία ασυμβατότητα). Μιά αξιοπρόσεκτη εξαίρεση είναι η έρευνα του David Mick στο χώρο της διαφήμισης (Mick & Politi 1989, McQuarrie & Mick 1992, Mick & Buhl 1992).

ELLOPOS Elpenor in Print \ Γιωργος Βαλσαμης



 ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ   ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ   BLOG   HOME