Daniel Chandler Μετάφραση: Μαρία Κωνσταντοπούλου |
url : https://www.ellopos.gr/semiotics/
Περιεχόμενα: Πρόλογος ||| Εισαγωγή ||| Σημεία ||| Τρόπος (Μodality) ||| Υποδείγματα & Συντάγματα ||| Συνταγματική Ανάλυση ||| Υποδειγματική Ανάλυση ||| Καταδήλωση & Συμπαραδήλωση ||| Μεταφορά και Μετωνυμία ||| Κώδικες ||| Τρόποι προσαγόρευσης ||| Κωδικοποίηση/Αποκωδικοποίηση ||| Άρθρωση ||| Διακειμενικότητα ||| Πλεονεκτήματα της Σημειωτικής ||| Κριτικές της Σημειωτικής ||| Εφαρμόστε Μόνοι Σας Σημειωτική ||| Παραπομπές ||| Προτεινόμενα Αναγνώσματα ||| Ευρετήριο
Κριτικές της Σημειωτικής Ανάλυσης
Εκτός από το ότι αποτελεί 'τη μελέτη των σημείων' υπάρχει σχετικά μικρή συμφωνία μεταξύ των ίδιων των σημειωτιστών όσον αφορά το εύρος και τη μεθοδολογία της σημειωτικής. Μολονότι ο Saussure προσέβλεπε στην ημέρα που η σημειωτική θα εντασσόταν στις κοινωνικές επιστήμες, η σημειωτική δεν αποτελεί ακόμη μιαν ενοποιημένη, πλήρη θεωρία. Στις χειρότερες μορφές της πρακτικής εφαρμογής της αυτό που περνά ως 'σημειωτική ανάλυση' είναι μόνο κάτι παραπάνω από μια φιλόδοξη μορφή φιλολογικής κριτικής βασισμένη απλώς σε υποκειμενικές ερμηνείες και μεγαλεπήβολους ισχυρισμούς. Αυτό το είδος διασυρμού έδωσε στη σημειωτική την όχι ιδιαίτερα ζηλευτή φήμη σε μερικούς χώρους ότι αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο τσαρλατάνων ακαδημαϊκών. Οι κριτικές της στρουκτουραλιστικής σημειωτικής έχουν οδηγήσει μερικούς θεωρητικούς να εγκαταλείψουν εντελώς τη σημειωτική, ενώ άλλοι προσπάθησαν να την συγχωνεύσουν με νέες προσεγγίσεις. Είναι δύσκολο να προβεί κανείς σε κριτική ενός κινούμενου στόχου, ο οποίος μεταβάλλει τη μορφή του με τη ρευστότητα της κίνησής του.
Η σημειωτική κρίνεται συχνά ως 'ιμπεριαλιστική', αφού μερικοί σημειωτιστές φαίνεται να θεωρούν ότι αφορά και εφαρμόζεται σε οτιδήποτε και στα πάντα. Η σημειωτική ανάλυση είναι μια ακόμη από πολλές τεχνικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξερευνήσουν τις πρακτικές των σημείων. Όπως συμβαίνει με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία μεσολάβησης, ταιριάζει σε μερικούς σκοπούς καλύτερα από ότι σε άλλους. Η σημειωτική δεν προσφέρεται, παραδείγματος χάριν, σε ποσοτικοποίηση, μια λειτουργία στην οποία η ανάλυση περιεχομένου είναι πολύ καλύτερα προσαρμοσμένη (κάτι που δεν προϋποθέτει ότι οι δύο τεχνικές είναι ασύμβατες, όπως πολλοί σημειωτιστές μοιάζει να υποθέτουν). Ο εμπειρικός έλεγχος των σημειωτικών ισχυρισμών απαιτεί άλλες μεθόδους. Οι σημειωτικές προσεγγίσεις κάνουν μερικά είδη ερωτημάτων ευκολότερο να απαντηθούν από άλλα: δε ρίχνουν φως αφ’ εαυτών στο πώς οι άνθρωποι σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια πράγματι ερμηνεύουν τα κείμενα επικοινωνιακών μέσων, ερωτήματα που μπορεί να απαιτούν εθνογραφικές και φαινομενολογικές προσεγγίσεις (see McQuarrie & Mick 1992). Ο John Fiske υποστηρίζει ότι
Η σημειωτική συνδέει τη δομή του κειμένου με το κοινωνικό σύστημα, για να εξερευνήσει πώς το οικονομικό και ιδεολογικό σύστημα αναπαράγεται στο κείμενο, αλλά επίσης πώς η πολυσημία του κειμένου υπερβαίνει αυτή την αναπαραγωγή. Οι εθνογραφικές μελέτες μπορούν να μας δείξουν, πώς αυτή η περίσσεια σημασιών αξιοποιείται από τα συγκεκριμένα ακροατήρια σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις, καθώς παλεύουν για να δώσουν τα δικά τους νοήματα σε σχέση προς αυτά που εργάζονται για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, που αγκαλιάζει και το κείμενο και τους αναγνώστες του (Fiske 1992, 306)
Οι σημειωτιστές δεν διευκρινίζουν πάντα τους περιορισμούς των τεχνικών τους κι η σημειωτική παρουσιάζεται μερικές φορές άκριτα ως εργαλείο γενικής χρήσεως. Η σωσσυριανή σημειωτική βασίζεται σε ένα γλωσσολογικό υπόδειγμα, αλλά δεν συμφωνούν όλοι ότι είναι αποδοτικό να αντιμετωπίζουμε τη φωτογραφία και το φιλμ, παραδείγματος χάριν, ως 'γλώσσες'. Ο Paul Messaris αμφισβητεί ότι χρειάζεται να γνωρίζουμε να διαβάζουμε τους τυπικούς κώδικες των φωτογραφικών και οπτικοακουστικών μέσων, ισχυριζόμενος ότι η ομοιότητα των εικόνων τους προς την ορατή πραγματικότητα δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτιστικής σύμβασης: «σε μεγάλο βαθμό η τυπική σύμβαση που συναντάμε σε ακίνητες ή κινούμενες εικόνες θα ήταν κατανοητή ακόμη και σε κάποιον που τις βλέπει για πρώτη φορά» (Messaris 1994, 7). Ο John Corner επέκρινε τον τρόπο με τον οποίον μερικοί σημειωτιστές χειρίστηκαν σχεδόν οτιδήποτε ως κώδικα, ενώ άφηναν τις λεπτομέρειες τέτοιων κωδίκων στο σκοτάδι (ειδικά στην περίπτωση των ιδεολογικών κωδίκων (Corner 1980)).
Μερικοί σημειωτιστές παρουσιάζουν τις αναλύσεις τους ωσάν να ήταν καθαρά αντικειμενικές επιστημονικές εξηγήσεις και όχι υποκειμενικές ερμηνείες. Κι όμως, λίγοι σημειωτιστές φαίνεται να αισθάνονται έντονη την ανάγκη να προσφέρουν εμπειρικές αποδείξεις για συγκεκριμένες ερμηνείες και μεγάλο μέρος της σημειωτικής ανάλυσης είναι χαλαρά ιμπρεσσιονιστικό και καθόλου συστηματικό (ή εναλλακτικά, δημιουργεί πολυσύνθετες ταξονομίες με μικρή προφανή πρακτική σημασία). Μερικοί σημειωτιστές φαίνεται να επιλέγουν παραδείγματα που απεικονίζουν τις ιδέες που θέλουν να εκφράσουν, αντί να εφαρμόζουν σημειωτική ανάλυση σε ένα εκτεταμένο τυχαίο δείγμα. (Leiss et al. 1990, 214). Ο Jack Solomon υποστηρίζει ότι οι κεντρικές αρχές της σημειωτικής «την εμποδίζουν να είναι επιστήμη – δηλαδή να έχει οικουμενική αποδοχή» (Solomon 1988, 232). Ο William Leiss κι οι συνάδελφοί του ισχυρίζονται ότι ένα μεγάλο μειονέκτημα της σημειωτικής είναι ότι «εξαρτάται πάρα πολύ από την ικανότητα του ατομικού αναλυτή» Λιγότερο ικανοί πρακτικοί «μπορούν να κάνουν λίγο παραπάνω από το να πουν το προφανές με έναν μπερδεμένο και συχνά φιλόδοξο τρόπο» (Leiss et al. 1990, 214). Σίγουρα, σε μερικές περιπτώσεις, η σημειωτική ανάλυση μοιάζει να μην είναι περισσότερο από δικαιολογία για να δείξουν οι ερμηνευτές μια δήθεν δεξιοτεχνία και να χρησιμοποιήσουν τεχνική ορολογία, η οποία εμποδίζει τη συμμετοχή των περισσότερων ανθρώπων. Πρακτικά, η σημειωτική ανάλυση συνίσταται αναλλοίωτα σε ατομικές αναγνώσεις. Σπάνια βλέπουμε τα σχόλια διαφόρων αναλυτών του ιδίου κειμένου, για να μην αναφέρουμε την απουσία οποιουδήποτε είδους συναίνεσης μεταξύ διαφόρων σημειωτιστών. Λίγοι σημειωτιστές εκφράζουν την αναλυτική τους στρατηγική αρκετά σαφώς, ώστε να την εφαρμόσουν οι άλλοι είτε στα ίδια παραδείγματα που χρησιμοποίησαν είτε σε άλλα. Οι στρουκτουραλιστές σημειωτιστές τείνουν να μη λαμβάνουν υπόψη εναλλακτικές αναγνώσεις, υποθέτοντας είτε ότι οι δικές τους ερμηνείες απηχούν γενική συναίνεση ή ότι «οι ερμηνείες τους των κειμένων ενυπάρχουν στη δομή των σημείων και δε χρειάζονται επιβεβαίωση» (McQuarrie & Mick 1992, 194). Οι σημειωτιστές που απορρίπτουν τη διερεύνηση των ερμηνειών άλλων ανθρώπων ευνοούν αυτό που έχει ονομασθεί ο ελιτιστής ερμηνευτής – αν κι οι κοινωνικά προσανατολισμένοι σημειωτιστές θα επέμεναν ότι η εξερεύνηση των ερμηνευτικών πρακτικών των ανθρώπων είναι ουσιώδης για τη σημειωτική.
Μέρος της σημειωτικής ανάλυσης έχει κατηγορηθεί ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από αφηρημένος και 'άγονος φορμαλισμός' που απασχολείται με την ταξινόμηση. Η Susan Hayward δηλώνει ότι «η στρουκτουραλιστική σημειωτική μπορεί να οδηγήσει σε μιά σύνθλιψη της αισθητικής αντίδρασης μέσω του βάρους του θεωρητικού πλαισίου» (Hayward 1996, 352). Η σημειωτική ανάλυση συχνά δείχνει μια τάση να υποτιμά το συναισθηματικό τομέα – αν και η μελέτη των συμπαραδηλώσεων πρέπει να συνεπάγεται την ευαίσθητη εξερεύνηση ιδιαίτερα μεταβλητών και υποκειμενικών συναισθηματικών αποχρώσεων.
Στη στρουκτουραλιστική σημειωτική το επίκεντρο βρίσκεται στη γλώσσα μάλλον παρά στο λόγο (όροι του Saussure), σε τυπικά συστήματα μάλλον παρά σε διαδικασίες χρήσης και παραγωγής. Οι στρουκτουραλιστικές μελέτες έτειναν να είναι καθαρές αναλύσεις κειμένου και προτάθηκε ότι ακόμη κι όταν οι σημειωτιστές κινούνται πέραν της ανάλυσης κειμένου, «υποτάσσουν άλλες στιγμές σε κειμενική ανάλυση» (Johnson 1996, 98). Η σημειωτική ίσως μοιάζει να υποθέτει ότι η σημασία εξηγείται μόνο με όρους καθορισμού των κειμενικών δομών. Μια τέτοια στάση υπόκειται στην ίδια κριτική όπως ο γλωσσικός ντετερμινισμός. Η καθαρά στρουκτουραλιστική σημειωτική δεν απασχολείται με διαδικασίες παραγωγής, ερμηνείες ακροατηρίου ή με τις προθέσεις των συγγραφέων. Αγνοεί ειδικές πρακτικές, θεσμικά πλαίσια και πολιτιστικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πλαίσια. Ακόμη κι ο Roland Barthes, που ισχυρίζεται ότι τα κείμενα κωδικοποιούνται για να ενθαρρύνουν μιαν ανάγνωση που ευνοεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, περιορίζουν την προσοχή τους στην εσωτερική οργάνωση του κειμένου και δεν ασχολούνται με το κοινωνικό πλαίσιο της ερμηνείας (Gardiner 1992, 149-50). Δεν μπορεί να υποτεθεί ότι οι προτιμητέες αναγνώσεις θα προχωρήσουν απρόσκοπτα (Hall 1980). Ο κοινωνιολόγος Don Slater επέκρινε τη λειτουργικότητα της στρουκτουραλιστικής σημειωτικής, ισχυριζόμενος ότι οι υλικές πρακτικές όπως η 'ανάγνωση των κειμένων' μπορεί να σχετίζονται με τις κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούν 'πολιτικές πολιτιστικής πρακτικής'. Ο λειτουργισμός, σχολιάζει, αποδέχεται τελείως εσωτερικές λύσεις σε προβλήματα ντετερμινισμού (Slater 1983, 259). Ο David Buxton ισχυρίζεται επίσης ότι η στρουκτουραλιστική προσέγγιση «αρνείται….κοινωνικό ντετερμινισμό» και επιμένει ότι το κείμενο πρέπει να σχετίζεται με κάτι άλλο παρά με τη δομή του: με άλλα λόγια, πρέπει να εξηγούμε πώς γίνεται να είναι δομημένο» (Buxton 1990, 13). Πρέπει να θεωρήσουμε όχι μόνο πώς τα σημεία σημασιοδοτούν (δομικά), αλλά επίσης πώς (κοινωνικά): οι δομές δεν αποτελούν αιτίες. Η σχέση μεταξύ σημαινόντων και των σημαινομένων τους μπορεί να είναι οντολογικά αυθαίρετη, αλλά δεν είναι κοινωνικά αυθαίρετη. Θα έπρεπε να προσέχουμε να μην επιτρέπουμε στην έννοια της αυθαιρεσίας του σημείου να προωθεί το μύθο της ουδετερότητας του μέσου.
Ο Dominic Strinati γράφει:
Πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα σημαίνει πάθος αν δεν ξέρουμε επίσης την πρόθεση του αποστολέα και την αντίδραση του παραλήπτη και το είδος της σχέσης που τους συνδέει; Αν είναι εραστές και δέχονται τις συμβάσεις της αποστολής και λήψης λουλουδιών ως πλευρές ρομαντικού, σεξουαλικού έρωτα, τότε θα μπορούσαμε να δεχθούμε…(αυτή την) ερμηνεία. Αλλ’ αν το κάνουμε, το κάνουμε με βάση όχι το σημείο αλλά τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες μπορούμε να τοποθετήσουμε το σημείο… Τα τριαντάφυλλα μπορούν επίσης να σταλούν ως αστείο, ως προσβολή, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, και ούτω καθ’εξής. Μπορεί να δείχνουν πάθος από την πλευρά του αποστολέα αλλά αποστροφή από την πλευρά του παραλήπτη. Μπορεί να σημαίνουν οικογενειακές σχέσεις μεταξύ παππούδων και εγγονών μάλλον παρά σχέσεις μεταξύ εραστών, και ούτω καθ’εξής. Μπορεί επίσης να υπονοούν σεξουαλική καταπίεση. (Strinati 1995, 125).
Φεμινιστές θεωρητικοί πρότειναν ότι παρά τη χρησιμότητά της για τους φεμινιστές, από μερικές απόψεις η στρουκτουραλιστική σημειωτική, «συχνά συσκότισε τη σημασία των σχέσεων ισχύος στη δημιουργία της διαφοράς, όπως στις πατριαρχικές μορφές κυριαρχίας και υποταγής» (Franklin et al. 1996, 263).
Η συγχρονική ανάλυση μελετά ένα φαινόμενο ωσάν να είχε παγώσει σε κάποια στιγμή. Η διαχρονική ανάλυση επικεντρώνεται στη μεταβολή του μέσα στο χρόνο. Στην έκταση που η σημειωτική τείνει να επικεντρωθεί σε συγχρονική μάλλον παρά σε διαχρονική ανάλυση (όπως γίνεται στη σωσσυριανή σημειωτική) υποβαθμίζει τη δυναμική φύση των συμβάσεων στα επικοινωνιακά μέσα (παραδείγματος χάριν, οι τηλεοπτικές συμβάσεις αλλάζουν σχετικά γρήγορα συγκρινόμενες με τις συμβάσεις του γραπτού αγγλικού λόγου). Μπορεί επίσης να υποβαθμίσει τις δυναμικές μεταβολές στους πολιτιστικούς μύθους στους οποίους αναφέρεται η σημασιοδότηση και τους οποίους διαμορφώνει (Fiske 1982, 93-5; Fiske & Hartley 1978, 43). Η καθαρά στρουκτουραλιστική σημειωτική αγνοεί τη διαδικασία και την ιστορικότητα – αντίθετα από τις ιστορικές θεωρίες όπως ο Mαρξισμός.
Όπως γράφουν οι Hodge και Tripp, δύσκολα μπορεί να υπάρξει μια «εξαντλητική σημειωτική ανάλυση…. Γιατί μια «πλήρης» ανάλυση…θα εοποθετείτο οπωσδήποτε σε συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές περιστάσεις» (Hodge & Tripp 1986, 27). Αυτό σχετίζεται με την πιο θεμελιώδη αντίρρηση προς τη σημειωτική, που προέρχεται από τον Jacques Derrida, ο οποίος (με τα λόγια του Jack Solomon) υποστηρίζει ότι
Αν, όπως οι σημειωτιστές επιμένουν, κάθε ανθρώπινη γνώση κωδικοποιείται σε ιδεολογικοκίνητα συστήματα σημείων, τότε κάθε προσπάθεια να σπάσει κανείς τους κώδικες της ανθρώπινης γνώσης μπορεί μόνο να παραγάγει έναν άλλο κώδικα…Για να επιτύχει κανείς μια τελική ερμηνεία κάποιου πολιτιστικού φαινομένου θα έπρεπε να μπορεί να υπερβεί ολόκληρο το μυθολογικό σύστημα στο οποίο κατοικεί. Και αυτό, η ίδια η σημειωτική υποστηρίζει, είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει. Είναι σαν να προσπαθείς να τραβήξεις τον εαυτό σου ψηλά από τα κορδόνια του παπουτσιού σου. (Solomon 1988, 232-3)
Η φράση «κάνω το οικείο άγνωστο και το άγνωστο οικείο» είναι τώρα ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό των καλλιτεχνικών και φωτογραφικών μανιφέστων και των δημιουργικών συναντήσεων καταιγισμού ιδεών σε όλους τους χώρους. Ενώ η προέλευση της έννοιας μπορεί να ανατρέξει στους ρομαντικούς θεωρητικούς, όπως ο Wordsworth και ο Coleridge (κι η έννοια είναι βέβαια στενά συνδεδεμένη με το σουρρεαλισμό) η υιοθέτησή της από τους σημειωτιστές πιθανόν να οφείλει πάρα πολλά στή ρωσική φορμαλιστική κριτική (Lemon & Reis 1965). Ο Victor Shklovsky υποστήριξε το 1916 ότι η κύρια αποστολή της τέχνης ήταν η αποξένωση, η αποοικειοποίηση ή το να κάνεις κάτι παράξενο (ostranenie) – δηλαδή το να ανανεώσεις την αντίληψη των καθημερινών πραγμάτων και γεγονότων, που μας είναι τόσο οικεία ώστε η αντίληψή μας γιαυτά να έχει γίνει ρουτίνα. (Noth 1990, 307-8, Watney 1982, Stam et al. 1992, 10-11). Ο ρωσικός φορμαλισμός είχε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της σημειωτικής στην ανατολική Ευρώπη κι η κληρονομιά του να «κάνεις το οικείο ξένο» είναι σημαντική για τη σημειωτική. Πάντως, όπως γράφει ο Simon Watney, η στρατηγική της απο-οικειοποίησης είναι καθ’εαυτήν, βέβαια, ιδεολογική κι έχει συνδεθεί με την έννοια ότι η τακτική της έκπληξης μπορεί να χρησιμεύει για να αποτρέψει 'διαστρεβλώσεις' ούτως ώστε να μπορούμε 'αντικειμενικά' να αντιλαμβανόμαστε την 'πραγματικότητα' (Watney 1982, 173-4). Είναι σαφές ότι η στρατηγική του να «κάνεις το οικείο ξένο» χρειάζεται να συνδεθεί με τη συνειδητοποίηση ότι, ενώ μπορεί να είμαστε ικανοί να ξεπεράσουμε κάποιο σύνολο συμβάσεων, μπορεί να μην αποφύγουμε ποτέ τον περιορισμό της εμπειρίας από συμβάσεις γενικά.
Ο John Sturrock γράφει ότι κάποιοι σημειωτιστές, όπως ο Mikhail Bakhtin, χρησιμοποίησαν τη σημειωτική για τον 'αποκαλυπτικό' πολιτικό στόχο της 'απομυθοποίησης' της κοινωνίας και ότι τέτοιες προσεγγίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε 'φορτισμένες' 'αναγνώσεις' της κοινωνίας, που την βλέπουν ως ιδεολογική συνομωσία από μια κοινωνική τάξη ενάντια στις άλλες (Sturrock 1986, 91). Ο Sturrock ευνοούσε μια 'λιγότερο ή περισσότερο ουδέτερη προσέγγιση' αλλά λίγοι θεωρητικοί θα ήταν πιθανό να δεχτούν το εφικτό μιας τέτοιας ουδετερότητας. Οι μαρξιστές θεωρητικοί συγκεκριμένα τονίζουν 'την πολιτική της σημασιοδότησης' – η σημασιοδότηση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη (ελεύθερη αξιών). Ο John Tagg σχολιάζει ότι δεν «ενδιαφέρεται να αποδείξει την παραποίηση της αδιάφθορης 'αλήθειας', ή να αποκαλύψει κάποια συνομωσία, αλλά μάλλον να αναλύσει τη συγκεκριμένη 'πολιτική οικονομία' μέσα στην οποία λειτουργεί 'ο τρόπος παραγωγής' της 'αλήθειας'» (Tagg 1988, 174-5). Οι στρουκτουραλιστές θεωρητικοί τείνουν να υποθέτουν ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη σημειωτική ανάλυση για να κοιτάξουμε πέρα από τα σημεία προς μια 'θεμελιώδη' δεδομένη εκ των προτέρων πραγματικότητα, αλλά οι μεταστρουκτουραλιστές θεωρητικοί υποστήριξαν ότι αυτό είναι αδύνατο – δε μπορούμε να σταθούμε έξω από τα σημειοδοτικά μας συστήματα. Ο Guy Cook υποστηρίζει ότι υπάρχει μια τάση από μερικούς σημειωτιστές να παριστούν την επικοινωνία ως μια απλή διαδικασία 'αποκωδικοποίησης':
Η δημοφιλής φράση αποκωδικοποίηση διαφημίσεων χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τη Judith Williamson ως τίτλος βιβλίου, που δημοσιεύθηκε το 1978 και διαδόθηκε έκτοτε ευρέως σε μαθήματα και δημοσιεύματα (Umiker-Sebeok 1987: 249-335). Η ουσία της προσέγγισης της Williamson είναι να αποκαλύψει μέσω της ανάλυσης αυτό που ονομάζει 'πραγματική' έννοια των λέξεων και των εικόνων μιας διαφήμισης και τον 'πραγματικό κόσμο' στον οποίο αναφέρονται οι 'μη πραγματικές' εικόνες της διαφήμισης (1978: 47). Σαυτό υπάρχει η σαφής υπόθεση ότι η 'πραγματικότητα' δεν είναι μόνο πολύ διαφορετική από τη 'φαντασία', αλλά επίσης ηθικά ανώτερη… Αν κι η προσέγγιση της αποκωδικοποίησης δίνει κατά περίπτωση ενδιαφέροντα αποτελέσματα (στην πράξη συχνά μάλλον προφανή αποτελέσματα), ένα μειονέκτημα της προσέγγισης είναι η βιαστική της ικανοποίηση ότι τέτοιες αναλογίες συνιστούν μια πλήρη ανάλυση. Αυτό την οδηγεί να εγκαταλείπει κάθε θεώρηση του τι ανήκει στην επιφάνεια του διαλόγου, ή σε ένα συγκεκριμένο σημαίνον, χάνοντας κατ' αυτό τον τρόπο πολλή συνθετότητα, δεξιότητα και χιούμορ. (Cook 1992, 63-4)
Ο Cook προσθέτει ότι «μια αδυναμία της σημειωτικής προσέγγισης είναι η αποκλειστική της αφιέρωση σε ομοιότητες, κι ύστερα κάποιος αέρας τετελεσμένου, άπαξ κι αυτές οι ομοιότητες παρατηρηθούν, ο οποίος την κάνει να παραβλέπει αυτό που έχει μοναδικότητα» (ibid., 70). Προσθέτει ότι μιαν επικέντρωση στις 'υποδόρειες δομές' παραβλέπει 'επιφανειακές μορφές' που μπορεί να είναι σημαντικές καθεαυτές (ibid., 71). Οι επικρίσεις του κατευθύνονται σαφώς προς τη στρουκτουραλιστική σημειωτική.
Η Varda Langholz Leymore, που χρησιμοποίησε ή ίδια στρουκτουραλιστική προσέγγιση, ισχυρίστηκε ότι:
Οι σημειολογικές μελέτες αντλούν μεγάλη έμπνευση από τη γλωσσολογία, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν καταφέρνουν να συμμορφωθούν με αυτό που αποτελεί πιθανότατα την πιο επαναστατική της πλευρά, την άπειρη δημιουργικότητα των βασικών κανόνων. Στις περισσότερες σημειολογικές μελέτες η ανακάλυψη της δομής ισοδυναμεί με τη δημιουργία τυπικών σχημάτων εντός των οποίων όλα τα επί μέρους μέλη του συστήματος μπορούν, ακολουθώντας κάποιους κανόνες να ενταχθούν. Αλλά το αντίθετο δεν αληθεύει. Τα συστήματα είναι ανίκανα να δημιουργήσουν ένα μοναδικό παράδειγμα που να ανήκει στον κόσμο του διαλόγου, με την έννοια που ο Chomsky είναι ικανός να δημιουργεί προτάσεις. Με άλλα λόγια, οι κανόνες που μας καθιστούν ικανούς να μεταβαίνουμε από τη βαθειά δομή προς την επιφανειακή δομή, δεν εξειδικεύονται. Με την έννοια αυτή οι περισσότερες σημειολογικές μελέτες δεν είναι γενεσιουργές αλλά στατικές (Langholz Leymore 1975, 15)
Πολλές από τις επικρίσεις της σημειωτικής απευθύνονται σε μια μορφή της στην οποία λίγοι από τους σύγχρονους σημειωτιστές προσχωρούν. Ενώ μερικοί σημειωτιστές διατήρησαν ένα στρουκτουραλιστικό ενδιαφέρον για τα τυπικά συστήματα (εστιαζόμενοι κυρίως στις λεπτομερείς μελέτες της αφηγηματικής, του φιλμ και της τηλεοπτικής διασκευής κ.λπ.) πολλοί άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για την 'κοινωνική σημειωτική' (Hodge & Kress 1988). Ένα κύριο ενδιαφέρον των κοινωνικών σημειωτιστών είναι αυτό που ο Stephen Heath ονομάζει 'ειδικές σημασιοδοτικές πρακτικές' των δημιουργών και χρηστών των κειμένων στα επικοινωνιακά μέσα (ίδε Lapsley & Westlake 1988, 55, ίδε επίσης Fiske στο 'ιδεολογία και σημασιοδότηση', Fiske 1982, 150-151). Τέτοιοι 'αναθεωρητές' σημειωτιστές εφαρμόζουν 'μεταστρουκτουραλιστική' σημειωτική, εστιάζοντας σαυτό που κάποιος ονόμασε 'εντοπισμένη κοινωνική σημείωση' (Jensen 1995, 57). Αυτή είναι τουλάχιστον η ρητορική των κοινωνικών σημειωτιστών, αλλά η έκταση στην οποία η κοινωνική σημειωτική έχει στην πράξη ικανοποιήσει τις ανάγκες των κοινωνιολόγων αμφισβητείται.
Ο Victor Burgin γράφει ότι, μεταξύ διαφόρων ομιλιών «ο Μαρξισμός και η ψυχανάλυση [η τελευταία ειδικά αντλημένη από το έργο του Jacques Lacan] διαθέτουν την πιο πληροφορημένη (μεταστρουκτουραλιστική) σημειωτική στις κινήσεις τους για να συλλάβουν τις επενέργειες της ιστορίας και του υποκειμένου πάνω στην παραγωγή σημασίας» (Burgin 1982, 144-5). Ο Strinati ισχυρίστηκε ότι η σημειωτική είχε χρησιμοποιηθεί «για να κάνει τη μαρξιστική θεωρία ιδεολογίας λιγότερο ντετερμινιστική και οργανική. Πάντως, αυτό τείνει ακόμη να υποεκτιμά τους τρόπους με τους οποίους αυτό που παράγεται εξαρτάται με τη σειρά του από συγκρούσεις και διαπραγματεύσεις, και ότι οι έννοιες που παράγονται μπορεί να μην είναι ενιαίες, συνεπείς, μη διφορούμενες ή να εντάσσονται σε μια συνεπή κυρίαρχη ιδεολογία» (Strinati 1995, 127; ίδε επίσης Tagg 1988, 23ff, 153-83). Μιά άλλη παραλλαγή της σημειωτικής είναι Φουκωλδιανή – που δίνει έμφαση στα «αποτελέσματα ισχύος των διαλογικών πρακτικών» (Tagg 1988, 22).
Είναι οπωσδήποτε δίκαιο να σημειώσουμε ότι πολλές από τις επικρίσεις της σημειωτικής πήραν τη μορφή της αυτοκριτικής αυτών που την ασκούσαν. Η θεωρητική φιλολογία της σημειωτικής απεικονίζει μια συνεχή προσπάθεια από πολλούς σημειωτιστές να συλλάβουν τις επιπτώσεις των νέων θεωριών για τη δική τους άποψη της σημειωτικής. Επιπλέον, σύγχρονοι απολογητές έγραψαν ότι δεν υπάρχει τίποτε νέο στην έμφαση της κοινωνικής διάστασης της σημειωτικής. Οι ρίζες της κοινωνικής σημειωτικής μπορούν να ανατρέξουν στους πρώτους θεωρητικούς. Ο ίδιος ο Saussure αναφέρθηκε στη σημειωτική ως «επιστήμη που μελετά τη ζωή των σημείων μέσα στην κοινωνία» ενώ η έννοια της σημείωσης ως διαδικασίας είναι κεντρική στη σκέψη του Peirce. Πάντως, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η έμφαση στην κοινωνική διάσταση της σημειωτικής είναι σχετικά πρόσφατη και δεν είναι ακόμη εμφανής στο κέντρο της σημειωτικής πρακτικής.
Η σημειωτική δεν είναι, ποτέ δεν υπήρξε, και μοιάζει απίθανο να γίνει ποτέ αυτοτελής ακαδημαϊκός κλάδος. Θεωρείται τώρα ευρέως κυρίως ως ένας τρόπος ανάλυσης κειμένων μεταξύ άλλων μάλλον παρά ως μια «πλήρως περιεκτική 'επιστήμη' όλων των πολιτιστικών μορφών» (Deacon et al. 1999, 135).