ΤΟ ΒΙΟ-ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
(Ἀποσπάσματα τῆς πρώτης μορφῆς)
Περιεχόμενα |
ΡΩΣΟΙ λόγιοι προσπαθοῦσαν νὰ παρέμβουν βελτιωτικά, ὅμως ὁ τσάρος ποτὲ δὲν θέλησε ἢ δὲν μπόρεσε νὰ οἰκειοποιηθεῖ οὐσιώδη ταυτοτικὰ στοιχεῖα τοῦ Βασιλέως Ρωμαίων. Κατὰ κανόνα ὁ βυζαντινὸς αὐτοκράτορας εἰκονίζει τὴν κοινωνία ἑνωτικὰ καὶ εὐεργετικά. Ὁ τσάρος ἐπιβάλλεται τείνοντας νὰ ἔχει σκλάβους ἀντὶ λαοῦ, δηλαδὴ ἐνεργεῖ ὡς ἑστία βαρβαρότητας. “Πολλοὶ ἐργάτες χάθηκαν καὶ πολλοὶ ὑποχρεώθηκαν κι ἀναγκάστηκαν νὰ δουλέψουν ... φερνόταν σὰ βασιλιᾶς κι ὄχι σὰν καλὸς πατέρας κι οἰκογενειάρχης”, γράφει ὁ Μπελίνσκυ ἐξυμνῶντας (!) τὸν Πέτρο.[525] Γιὰ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν οὔτε ἑγελειανὸς οὔτε μαρξιστής, ἡ περιγραφὴ τοῦ Μπελίνσκυ ἀφορᾶ σὲ ἀξιοπεριφρόνητο τύραννο. Ὁ Καισαρείας Ἀρέθας ἐπαινεῖ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’ τὸν Σοφό, ἐπειδὴ “ὄχι ἁπλὰ βασιλέας, ἀλλὰ βάση τοῦ ἐλέους εἶσαι γιὰ τὸν λαό σου καὶ ὀνομάζεσαι”.[526] Ἡ κοινωνικὴ συνοχὴ τοῦ Βυζαντίου στὶς χαρούμενες ὅσο καὶ στὶς δύσκολες ὧρες μαρτυρεῖ ὅτι αὐτὰ διαφεύγουν ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο ἁπλῆς ρητορείας ἢ κολακείας.
Στὴν ‘μεταβυζαντινὴ’ Ρωσία ὄχι μόνο δὲν παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο ποὺ γνωρίζουμε ὡς βυζαντινὴ φιλανθρωπία,[527] ἀλλὰ ἡ ἡγεσία ὑφίστατο μᾶλλον ὡς κακοποιὸ στοιχεῖο, κατάσταση ποὺ σχολίασε ὁ Χεράσκωφ στὸν Νουμᾶ, ὁ Ραντίσεφ, κ.ἄ. Πρόβλημα δὲν δημιουργοῦσε ἡ ἀπουσία ἀντίπαλων ‘ἰσορροπητικῶν’ κέντρων ἐπίσης αὐταρχικῆς ἐξουσίας — ἂν εἶχαν, γιὰ παράδειγμα, περισσότερη ἰσχὺ οἱ μπογιάροι. Ἡ φύση τῆς ρωσικῆς ἡγεμονίας ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ νὰ ἐμποδίζει ἐσωτερικὲς διεργασίες ποὺ θὰ μετέτρεπαν τὴν ἐπιβιοσυμβίωση σὲ πραγματικὴ κοινωνία. Ἕνας παράγοντας ποὺ ἴσως συνετέλεσε ἰδιαίτερα σὲ αὐτό, εἶναι ὅτι τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς διαμόρφωσης τῆς ρωσικῆς κοινωνίας συνέβη ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης, καὶ ἡ Ρωσία, κακοποιημένη ἤδη ἀπὸ τὴν ταταροκρατία, ἀπ’ ὅπου ἐπηρεάστηκε σημαντικὰ ὁ τσαρικὸς θεσμός, ἀπομένει πιὰ χωρὶς τὴν πολιτειακὴ συμπαράσταση τοῦ Βυζαντίου.
[525] Μπελίνσκυ, Ἀνάλεκτα,
ὅ.π., σελ. 60-61.
[526] Ἀρέθας Καισαρείας, Δημηγορία ἐπιτραπέζιος ὑπὸ παρουσίᾳ Λέοντος τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως, εἰς Ζακυθηνοῦ (ἐπιμ.), Βυζαντινὰ κείμενα (ἀνθολογία), Ἀθήνα 1957, σ. 131.
[527] Ἀκόμη σήμερα ὑπαρκτὴ σὲ τέτοιο βαθμὸ στὴν Ἑλλάδα, ὥστε νὰ λέγεται ὅτι “αὐτοὶ ποὺ φαντάζονται πὼς ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ ‘ἀλλοκοσμικὴ’ κατάσταση καὶ πὼς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο, θὰ πρέπει νὰ ἐπισκεφτοῦν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος” (Κάλλιστος Οὑέαρ, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅ.π., σ. 224).