ΤΟ ΒΙΟ-ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
(Ἀποσπάσματα τῆς πρώτης μορφῆς)
Περιεχόμενα |
ΑΓΝΟΩΝΤΑΣ πρὸς τὸ παρὸν ὅτι ὁ Θεὸς πέθανε καὶ οὔτε κἂν δὲν ὑπῆρξε, ἡ ‘ἐπιστήμη’ κατόρθωσε νὰ ‘ἀποδείξει’ πὼς “ἡ Αὐτοκρατορία τοῦ Παραδείσου ... βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 1.799.955.500 μιλίων ἀπὸ ἐμᾶς”, ἐνῶ “ἡ Κόλαση βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 3.758 ¼ μιλίων ἀπὸ ἐμᾶς” καὶ “ἔχει εὖρος 2.505 ½ μιλίων”![268] Ὁ ἴδιος ὁ Νεύτων, ἀπὸ τοὺς κύριους θεμελιωτὲς τῆς νεώτερης ‘ἐπιστημονικῆς’ μεθόδου, “δὲν ἔγραψε μόνο τὰ Principia ἀλλὰ καὶ μιὰ πραγματεία περὶ τῆς τοπογραφίας τῆς Κολάσεως”.[269]
Ἡ περίοδος αὐτή, “ὅταν ἡ γνώση τῆς φύσης καὶ ἡ μεταφυσικὴ πίστεψαν πὼς ηὗραν ἕνα κοινὸ θεμέλιο”,[270] ἦταν ἐπίσης ἡ περίοδος ὅπου ἄρχιζαν νὰ σταθεροποιοῦνται τὰ ‘ἀντικειμενικὰ’ κριτήρια τῆς ‘ἐπιστημονικῆς’ γνώσης, ἡ αὐθεντία τῶν ὁποίων ἐπρόκειτο νὰ ἀντικαταστήσει τὶς ἐπιστημοθρησκευτικὲς κακοτεχνίες, ὅπως ἐκεῖνες τῆς τοπογράφησης τῆς κολάσεως, καὶ ἀκόμη προηγούμενες αὐθεντίες, τὴν παράδοση ἐκείνη τοῦ δυτικοῦ Μεσαίωνα ἡ ὁποία “μετέτρεψε τὶς ἀριστοτελικὲς θεωρίες σὲ ἕνα αὐταρχικὸ καὶ ὁριστικό, ἀνεπίδεκτο ἀμφισβήτησης δόγμα, ποὺ σὺν τῷ χρόνῳ εἶχε περιβληθεῖ τὸ κύρος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἶχε γίνει μία οἱονεὶ κιβωτὸς τῆς ἀποκεκαλυμμένης γνώσεως”,[271] ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ ‘ἐπιστήμονες’ δὲν τολμοῦσαν νὰ τὴν ἀμφισβητήσουν, προτοῦ δώσει τὴν ἄδεια ὁ πάπας καταδικάζοντας τὸν Ἀριστοτέλη. Ἡ λογοκρισία τοῦ ‘φιλοσόφου’ ὑπῆρξε σύντομη, ὁ παπισμὸς συνέχισε νὰ οἰκοδομεῖται στὸν ἴδιο ἀριστοτελισμὸ ποὺ κάποια στιγμὴ φοβήθηκε, ἀλλὰ τὸ σύνθημα γιὰ ἀπεξάρτηση τῆς ‘ἐπιστήμης’ εἶχε δοθεῖ, καὶ ὅλα ὁδηγοῦσαν στὴν ἐπανάσταση τοῦ 17ου αἰῶνα.
[268] Bonardo, Τὸ Μέγεθος, τὸ Εὖρος, ἡ Ἀπόσταση Κάθε Σφαίρας
Ὑπολογισμένης σὲ Δικά μας Μίλια (Βενετία 1589) — παραθέτει ὁ Τσιπόλα, Ἡ
Εὐρώπη πρὶν ἀπὸ τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση, ὅ.π., σ. 315.
[269] Καῖσλερ, Ὁ Κομμισσάριος καὶ ὁ Γιόγκι, ὅ.π., σ. 139.
[270] Μερλὼ-Ποντύ, Σημεῖα, ὅ.π., σ. 238.
[271] Ἐλίας, Περὶ χρόνου, ὅ.π., σ. 140. Ἀκόμη καὶ ὁ Γαλιλαῖος, “προτίμησε νὰ μὴν πιστέψῃ τὰ μάτια του παρὰ ν’ ἀμφισβητήσῃ τὴν ἐσφαλμένη γνώμη τοῦ Ἀριστοτέλους!” (Ράμφος, Ἱλαρὸν φῶς τοῦ κόσμου, Ἀθήνα 1990, σ. 36).