ΤΟ ΒΙΟ-ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
(Ἀποσπάσματα τῆς πρώτης μορφῆς)
Περιεχόμενα |
Ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία δημιούργησε ἱστορικοσυμβολικὰ ἴχνη τῆς ἀπερίγραπτης οὐσίας καὶ ὑπέρχρονης πραγματικότητας μὲ τέτοια δύναμη καὶ ἐγκυρότητα, ὥστε (μολονότι δὲν στεροῦνται αἰσθητικῆς ὀμορφιᾶς καὶ ὕψους, δὲν παύουν νὰ “μεταμορφώνουν τὸ ζωγραφικὸ ἐγχείρημα τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὸ πραγματώνουν”[158]), καλοῦν νὰ ἐπιστρέφουμε στὰ ἔργα αὐτά, ὅποτε σκεφτόμαστε μέσα ἀπὸ εἰκόνες τὸ ἄρρητο καὶ ἀσχημάτιστο — “σοφοὶ ὀρθωμένοι μέσα στὴν ἅγια φωτιὰ τοῦ Θεοῦ
“λὲς στὸ χρυσὸ ψηφιδωτὸ ἑνὸς τοίχου, / βγεῖτε ἀπ’ τὴν ἅγια τὴν φωτιά, στριφογυρίστε μὲς στὸ στρόβιλο, / γενεῖτε δάσκαλοι τοῦ τραγουδιοῦ γιὰ τὴν ψυχή μου”.[159]
Ὁ βυζαντινὸς ἁγιογράφος γίνεται σὰν ἄγγελος, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του καὶ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους κυρίως στὴν ἀνακοίνωση, ἀλλὰ καὶ γιατὶ συνειδητὰ ἐμποδίζει τὴν λατρεία ὁποιουδήποτε κτιστοῦ ὄντος. Παρὰ τὴν συμβολική της λειτουργία, ἡ βυζαντινὴ εἰκονογραφία δὲν κατέληξε αἰσθητικὰ ἀσήμαντη, ἐφόσον ὁ ἁγιογράφος δὲν ὑποδούλωνε τὴν τέχνη στὴν ὑπηρεσία ἀλλότριων σκοπῶν, ἢ ἀλλοιῶς, δὲν δημιουργοῦσε τὸν συμβολισμὸ ὡς ἰδεολογικὴ πειθαρχία. Ὅμως, “ἔβλεπε φύση καὶ τοπίο μὲ σκιὲς καὶ προοπτικὴ καὶ τὴν ζωγράφιζε — [ὄχι μόνο] χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητάει κανείς! [ποιός ὑποχρέωσε τὸν Ἀραγκὸν νὰ ὑμνεῖ τὴν Μόσχα;]— φωτισμένη καὶ μεταμορφωμένη ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸ ἐσχατολογικὸ ὅραμα τοῦ παραδείσου”,[160] ὅπως τὸ βίωνε ὁ ἴδιος καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὥστε ἡ ἴδια ἡ Μεταμόρφωση δημιουργοῦσε τὶς Εἰκόνες καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὴν μόνη ζωντανὴ ἁγιογραφικὴ γλῶσσα τῆς χριστιανοσύνης, χάρη στὴν ἐγκυρότητα καὶ δύναμη τῆς ὁποίας ἀκόμη καὶ ἡ μιμητικὴ ἀναπαραγωγὴ δὲν ματαιώνεται ἀπόλυτα. “Οἱ στίχοι”, ἔλεγε ὁ Μαλαρμὲ στὸν Ντεγκά, “δὲν γίνονται μὲ ἰδέες ἀλλὰ μὲ λέξεις”.[161] Ἂν οἱ ἰδέες γεννιῶνται ὡς τέτοιες στὶς λέξεις τὴν ὥρα τῆς προφορᾶς καὶ δημιουργίας τους, ὅμως καὶ προηγουμένως ἡ ψυχὴ δὲν ἦταν ἄδεια, ἁπλῶς ὑπερχειλίζει. Ὅ,τι καὶ ἡ θύραθεν αἰσθητικὴ μπορεῖ νὰ κατανοεῖ, στὴν ἁγιογραφία τῆς Ἐκκλησίας καθαίρεται καὶ διευρύνεται οἰκουμενικά.
[158] Μερλὼ-Ποντύ, Ἡ πρόζα τοῦ
κόσμου, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης,
Ἀθήνα 1984, σ. 118.
[159] Γέητς, “Ταξίδι στὸ Βυζάντιο”, μτφρ. Γ. Σεφέρης, Ἀντιγραφές, ὅ.π., σ. 13.
[160] Σκλήρης, Ἐν ἐσόπτρῳ - εἰκονολογικὰ μελετήματα, Ἀθήνα 2002, σ. 253.
[161] Ἀπάντηση στὴν διαπίστωση τοῦ Ντεγκὰ γιὰ τοὺς ποιητές: “τὸ ἐπάγγελμά σας εἶναι κόλαση, δὲν κατορθώνω νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ θέλω κι ὅμως εἶμαι γεμάτος ἰδέες”. Παραθέτει ὁ Βαλερύ, Ποίηση καὶ ἀφηρημένη σκέψη, μτφρ. Χρ. Λιοντάκης, Ἀθήνα 1980, σ. 50.