ΤΟ ΒΙΟ-ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
(Ἀποσπάσματα τῆς πρώτης μορφῆς)
Περιεχόμενα |
ΠΟΛΥ πιὸ πρὶν ἀπὸ τὸν Φρόυντ, ἡ ‘διὰ μόνης τῆς πίστεως’ προτεσταντικὴ σωτηρία ἀξιοποίησε καλύτερα ἀπὸ τὸν παπισμὸ τὸ κεφάλαιο τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἐργασίας, σταδιακὰ τὸ ἀπέσυρε ἀπὸ τὸ πράγματι φάντασμα ἑνὸς ὑπερουράνιου βίου ποὺ ἐπέμενε νὰ μή δωροδοκεῖται, καὶ τὸ ἐπένδυσε στὴν ὠμότερη δυνατὴ βιο‑μηχανία, προϊὸν τῆς ὁποίας ὑπῆρξε καὶ ὁ Φρόυντ. Τὸ παγωμένο χέρι, ποὺ δὲν θέλησε νὰ ἀγγίζει τὸν Θεὸ κι ἔτσι δὲν ἔνοιωθε τίποτα ἢ πολὺ λίγα, μὲ τὴν νέα ἐπένδυση ὁτιδήποτε ἄγγιζε τὸ ἔκανε πρῶτα πάγο καὶ στὸ τέλος τίποτα.
Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση τοῦ θείου θελήματος ὡς ὑπερβατικοῦ στὸ ‘συγύρισμα’ τοῦ κόσμου δὲν εἶναι καθόλου αὐτονόητη κίνηση — ἀντιθέτως, αὐτονόητο εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προταχθεῖ κανένα θέλημα ἀπολύτως, γιὰ συγύρισμα ἢ ὁτιδήποτε, ὥστε μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει ὁποιοδήποτε θέλημα ἐξίσου καὶ χωρὶς κρίση. Στὴν ἀπουσία τοῦ Λόγου βασιλεύει ὁ ἀποξενωμένος δοῦλος τῆς ἀπρόσωπης Potentia, καὶ ὅλες οἱ πράξεις γίνονται γιὰ νὰ ‘γεμίζει’ ἕνας χρόνος στὴν οὐσία πάντοτε τελείως ἄδειος καὶ ἀπελπιστικός. Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ τοῦ Βέμπερ δείχνει πῶς ἡ ἴδια ἡ βιοποριστικὴ ἐργασία, μπορεῖ νὰ ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς πιστοὺς σὰν εἶδος ἄσκησης, μέχρι νὰ καταντήσει καταξίωση ἢ καὶ ἁπλὴ κερδοσκοπία. Τέλος ἡ κερδοσκοπία γίνεται κάτι σὰν σπόρ.
“Ὕστερα αἴφνης ἡ φιλονικία ξεχάστηκε: / οἱ πάντες αἰσθάνθηκαν τὸ ἴδιο, / καὶ τοῦ καθενὸς ἡ ζωὴ κατέληξε / μιὰ εὐφυὴς ἀνατροπὴ τῆς μπάνκας, / ἕνα ἐντελῶς κερδοφόρο παιχνίδι”.[217]
Κυρίως μιὰ εὐφυὴς ἀνατροπή. Ὁ ἐπιχειρηματίας ὡς τέτοιος δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωπος τοῦ χρήματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδιαίτερης μηχανῆς του, σκακιστής, ποὺ ἀπολαμβάνει τὴν ἀποτελεσματικὴ ἐπιλογὴ τῶν κινήσεων περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα. Οἱ ἐπιχειρηματικὲς κινήσεις δὲν θὰ συνέβαιναν δωρεὰν ἢ μὲ ἀπόβλεψη στὴ ζημία, “γιὰ νὰ ἀκμάσει τὸ πνεῦμα τοῦ βιομηχανικοῦ πολιτισμοῦ, πρέπει νὰ ὑπάρχει μιὰ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἐργασία καὶ στὴν ἀνταμοιβή· πρέπει ὁ παραγωγός, ἐπιχειρηματίας ἢ ἐργαζόμενος, νὰ αἰσθάνεται ὅτι μιὰ αὔξηση τῆς προσπάθειάς του, μιὰ αὔξηση τῆς παραγωγῆς θὰ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα μιὰ βελτίωση τῆς οἰκονομικῆς του κατάστασης”,[218] ὅμως εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἐμμονὴ σὲ αὐτό, γιατὶ (ἐφόσον αὐτὸ ἱκανοποιεῖται) τὸ ἐνδιαφέρον μετατίθεται στὴν ἴδια τὴν διοργάνωση ἀκόμα πιὸ ἔντονο. “Ὁ ἔμπορος ποὺ ὑπολογίζει μὲ ἀκρίβεια τὰ κέρδη του δὲν εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ βιομηχανικοῦ πολιτισμοῦ. Τὸ πνεῦμα τοῦ οἰκονομικοῦ ὑπολογισμοῦ εἶναι χρήσιμο στὸν βιομηχανικὸ πολιτισμὸ στὸ μέτρο ποὺ συνδυάζεται μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς ἀνανέωσης”.[219] Σκοπὸς (ἂν καὶ ὄχι ὁ πιὸ πρωταρχικός) τῆς ἐπιχείρησης εἶναι τὸ ἴδιο τὸ κατορθώνειν, ἡ δημιουργικότητα ὡς τέτοια, ὁπότε τὸ κέρδος (ἀκόμα καὶ στὴν εἰδικὴ περίπτωση τῆς ὑπερισχύσεως ἐπὶ ἀνταγωνιστῶν) χρησιμεύει ὡς δείκτης καὶ βεβαίωση τῆς ἐπιτυχίας αὐτῆς μᾶλλον, παρὰ ὡς ἱκανὸ κίνητρο ἢ αὐτοσκοπός.
[217] Λάρκιν, “Annus mirabilis”, μτφρ. Χ. Βλαβιανός,
εἰς Λαϊνᾶ (ἐπιμ), Ξένη ποίηση τοῦ
20οῦ αἰῶνα, ὅ.π., σ. 334.
[218] Ἀρόν, Ἡ βιομηχανικὴ κοινωνία, μτφρ. Ἀγγ. Γαβριηλίδου, Ἀθήνα 1981, σ. 186.
[219] Ἀρόν, ὅ.π., σ. 185.