ΤΟ ΒΙΟ-ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
(Ἀποσπάσματα τῆς πρώτης μορφῆς)
Περιεχόμενα |
Τὸν 17ο αἰῶνα ὑπῆρξε προσωρινὰ ἀλλὰ καὶ ἐπιφανειακὰ μιὰ “συμφωνία τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης, αὐτὴ ἡ εὐχέρεια νὰ ὑπερβαίνεται ἡ ἐπιστήμη χωρὶς νὰ καταστρέφεται, νὰ περιορίζεται ἡ μεταφυσικὴ δίχως ν’ ἀποπέμπεται”.[263] Ὅπως ἔχουμε δεῖ, δὲν δημιουργεῖ πρόβλημα ἡ ὅση διανοητικὴ ἀνεπάρκεια τῶν ‘φιλοσόφων’ ἢ τῶν ‘ἐπιστημόνων’, οὔτε ἡ διαφωνία μεταφυσικῆς καὶ φυσικῆς ‘ἐπιστήμης’, τὴν ὁποία θὰ κατέπαυε μιὰ σκέψη ποὺ “θὰ συγκροτοῦσε τὴν μεταφυσικὴ ὡς θετικὴ ἐπιστήμη ... θὰ προκαλοῦσε στὶς καθ’ αὐτὸ θετικὲς ἐπιστῆμες τὴν συνειδητοποίηση τῆς πραγματικῆς τους ἐμβέλειας ... θὰ ἔβαζε περισσότερη ἐπιστήμη στὴν μεταφυσικὴ καὶ περισσότερη μεταφυσικὴ στὴν ἐπιστήμη ...”[264] Πρόβλημα δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ Λόγου: Ἐκκλησία ἤδη τεχνητῆς νοημοσύνης ἀποκτοῦσε τώρα τὴν ψυχρότερη δυνατὴ μηχανικὴ καρδιά. Προτοῦ φθάσει στὸν σημερινὸ ὠμὸ τυχοδιωκτισμό, ἡ universitas ἐντάχθηκε σὲ ὅ,τι ὁ λὲ Γκὸφ ὀνομάζει ἀστικὸ ἐργοτάξιο, ἀλλὰ μὲ τὸ ὄνειρο τοῦ μηχανοδηγοῦ.
“Νά, λοιπόν, πού, στὸ τέλος τοῦ 13ου αἰῶνα, οἱ πανεπιστημιακοὶ λόγιοι καταλαμβάνουν τὰ ὑψηλότερα ἀξιώματα, τόσο τὰ ἐκκλησιαστικὰ ὅσο καὶ τὰ λαϊκά ... Μιὰ πανεπιστημιακὴ μασονία ὀνειρεύεται νὰ καθοδηγήσει τὴν χριστιανοσύνη”.[265]
Τὸ ὄνειρο πραγματοποιήθηκε. “Ὅλα συμβαίνουν”, γράφει ὁ Μοραῖν, “ὡσὰν μὲ ἀφετηρία τὴν Πληρότητα τῆς Πίστης [τὸ Ἀλάθητο] καὶ τὸν Λόγο [τὸν Ὑπο‑λογισμό], ἡ ἐξακολούθηση τῆς διαδικασίας μέχρι τέλους νὰ ἔπρεπε νὰ ἀπολήξει ἀναγκαστικὰ στὸν μηδενισμό”.[266]
“Τὸ πανεπιστήμιο τῆς Μπολόνια ὀνομάστηκε ‘διδάσκαλος τῆς Εὐρώπης’. Σὲ μιὰ βούλλα του ὁ πάπας Ὀνώριος Γ’ τὸ χαρακτηρίζει ‘κυβερνήτη τῶν χριστιανῶν’. Στὸ πανεπιστήμιο αὐτὸ ἀνετέθη ἡ ἀναδιοργάνωση τῆς παπικῆς ἐκκλησίας”.[267]
[263] Μερλὼ-Ποντύ, Σημεῖα,
ὅ.π., σ. 242.
[264] Μπερξόν, Εἰσαγωγὴ στὴ Μεταφυσική, (1903) — παραθέτει καὶ μεταφράζει ὁ Γ. Φαράκλας, εἰς Μερλὼ-Ποντύ, Σημεῖα, ὅ.π., σ. 308, σημ. 36.
[265] Οἱ διανοούμενοι στὸν μεσαίωνα, μτφρ. Μαρία Παραδέλλη, Ἀθήνα 2002, σελ. 180-1. Πρβλ. ὅ.π., σ. 191 κ.ἑ., γιὰ τὴν ὑποχώρηση τῶν πανεπιστημιακῶν στὸν ἐθιμοτυπισμό, τὴν ἀπληστία καὶ τὴν ματαιοδοξία, ἀπὸ τὸν 14ο αἰῶνα καὶ μετά. Γιὰ τὴν ἐξίσου ἀτυχῆ καὶ μόνο φαινομενικὰ ἀντίρροπη στροφὴ πρὸς μιὰ ἀπομονωμένη ἀπὸ τὴν κοινωνία ‘ἀκαδημία τῶν ἐκλεκτῶν’, πρβλ. ὅ.π., σ. 238 κ.ἑ.
[266] Μοραῖν, Νὰ σκεφτοῦμε τὴν Εὐρώπη, ὅ.π., σ. 144.
[267] Δρακόπουλος, Μεσαίωνας, Ἀθήνα 19872, σ. 202. Χαρακτηριστικὸ ὅτι “τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ ἀξιώματα τῆς ἐκκλησίας κατέλαβαν νομικοί, καὶ πολὺ λιγώτερα οἱ θεολόγοι” (Δρακόπουλος, ὅ.π.).