ΤΟ ΒΙΟ-ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
(Ἀποσπάσματα τῆς πρώτης μορφῆς)
Περιεχόμενα |
Ἀντὶ ἀμηχανίας γιὰ τὴν ξένωση, ἡ ἀκοινώνητη ψυχὴ χρησιμοποίησε τὴν ἀριστοτελικὴ μηχανὴ γιὰ νὰ ἀνεβάσει τὸ ἰδεολόγημα στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ κατεβάσει τὸν οὐρανὸ στὴ βιο‑μηχανία, ὁπότε καταδικάζεται ὁ Μάιστερ Ἔκκαρτ, ἐνῶ παράλληλα, μὲ μία ἀπὸ τὶς πιὸ κρίσιμες ἀνάμεσα σὲ πλῆθος καιροσκοπικῶν ἀποφάσεων τῆς παποσύνης, τίθεται ὡς θεολογικὸ μέτρο ὁ προηγουμένως ἀφορισθεὶς Ἀκινάτης,[288] μολονότι καὶ ὁ ἴδιος εἶχε καταλάβει πόσο λίγο ἀπὸ πραγματικὴ ἀλήθεια ὑπῆρχε στὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο ἀποκήρυξε ἤδη πολὺ πρὶν σκεφτεῖ νὰ τὸν καταδικάσει ὁ πάπας. Ὁποιοσδήποτε Ὀρθόδοξος —ἀκόμη κι ἂν ἀγνοεῖ τελείως τὴν ἱστορία τῆς Δύσης— μπορεῖ νὰ καταλάβει ἀμέσως πεντακάθαρα τί ἀκριβῶς ἔγινε στὴ Δύση, ἂν σκεφτεῖ ποιᾶς ἐκτάσεως διάλυση καὶ τί βάθους σήψη θὰ ἐνίσχυε καὶ προϋπέθετε γιὰ τὴν θεολογία καὶ τὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἂν εἶχε καταδικασθεῖ ὁ ἅγιος Συμεών, ἂν ἐπὶ αἰῶνες ἐθεωρεῖτο αἱρετικὸς ἢ περίπου αἱρετικός, καὶ αὐτὸ μὲ ταυτόχρονη ἀνάθεση τοῦ θεολογικοῦ μέτρου στὸ περισσότερο ἀντίθετο τοῦ Νέου Θεολόγου...
“Ἡ Summa πρέπει μᾶλλον νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἔργο ἑνὸς μηχανικοῦ, κυκλώπειων διαστάσεων, καμωμένο ἀπὸ μιὰ ἀπὸ τὶς ἱκανότερες τεχνικὲς διάνοιες ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὁ Ρογῆρος Βάκων, τὸν 13ο αἰῶνα, ὀνειρευόταν μηχανοκίνητα ὀχήματα καὶ ἀερόπλοια· μὰ ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης ὄρθωσε μιὰ κατασκευὴ ποὺ τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ συναγωνιστεῖ σὲ τεχνικὴ ὀργάνωση, ὣς τὴν ἐποχὴ ποὺ σχεδιάστηκαν καὶ χτίστηκαν τὰ μεγάλα ὑφαντουργικὰ ἐργοστάσια τοῦ 19ου αἰῶνα. Ἀκόμη καὶ ἔργα μηχανικῶν μποροῦν νὰ χαρακτηρίζονται ἀπὸ φαντασία καὶ αἰσθητικὴ δεξιότητα· αὐτὲς ὅμως εἶναι οἱ τελευταῖες ἰδιότητες ποὺ θά ‘πρεπε νὰ γυρέψει κανεὶς στὴ Summa. Ἕνα ἀχανὲς ὑφαντουργικὸ ἐργοστάσιο μὲ χίλιους ἀργαλειούς, κι ὁ καθένας τους νὰ βγάζει ἕνα πανομοιότυπο προϊόν — αὐτή εἶναι ἡ πιὸ πιστὴ εἰκόνα”.[289]
[288] Τὸ 1563, ἀπόφαση ἡ ὁποία βεβαιώθηκε καὶ ἀνανεώθηκε τὸ 1879 ἀπὸ τὸν
πάπα Λέοντα 13ο, ἐννέα ἔτη μετὰ τὴν ἐπίσημη ἀνακήρυξη τῆς παπικῆς plenitudo
potestatis ὡς δόγματος.
[289] Μάμφορντ, Ἡ προσωπικότητα στὴν ἱστορία, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, Ἀθήνα 1988, σ. 49.