ΤΟ ΒΙΟ-ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ
(Ἀποσπάσματα τῆς πρώτης μορφῆς)
Περιεχόμενα |
Μή ἔχοντας γιὰ ποιὸν νὰ ἐγκαταλείψει ἀκόμη καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰούδας δὲν μπορεῖ νὰ ἀνακοινώσει οὔτε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὴν γέννηση βιο‑μηχανίας στὸν βαθμὸ τοῦ προτάγματος φανερώνει χαρακτηριστικὰ διαβρωτικὴ στὴν ἑλληνικὴ πνευματικότητα ἡ πεποίθηση ὅτι διὰ τῆς ἁλώσεως ἡ Πόλη, καὶ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ Ὀρθοδοξία, ἀπαξιώθηκε, ὁπότε μιὰ ἄλλη ἄσκηση, περισσότερο βιο‑μηχανική, θὰ φέρει τὴν ποθητὴ καταξίωση, ἡ ὁποία ἐξωραΐζεται ὡς ‘ἀνάπτυξη’, ‘πρόοδος’, κλπ. Ὅπως τὸ λέει ὁ Παπατσώνης, τὸ πρὶν βραδὺ καὶ ἀλόγιστο βῆμα, / μὲ πάγια τὰ ὁράματά του καὶ ἡδονὴν ὑψίστη, / ἦρθε στιγμή του νὰ ταχύνει λελογισμένο.[232] Ἐμμένοντας στὴν ‘λογικὴ’ τῆς καταξιώσεως καὶ ἰσχυροποιήσεως ὁ ἑλληνισμὸς θὰ ὁδηγεῖται σὲ διαφόρων φύσεων κερδοσκοπικὸ ἀθλητισμό, ‘διανθισμένο’ μὲ εὐσεβιστικὴ ὑποκρισία καὶ παροξυμμένο μὲ μηχανοσκοπικὴ φαντασία, φθάνοντας στὴν πλήρη ἀποθηρίωση.
“Ἡ μεγαλύτερη ἀνθρώπινη σκληρότητα —φοβερότερη κι ἀπ’ ὁτιδήποτε ὁ φοβερότερος τύραννος ἐπενόησε ἢ ἄσκησε ποτὲ— εἶναι ἐκείνη ποὺ ὅλοι μας ἀσκοῦμε, ὁλόκληρο τὸ [ἐμποροθεϊστικὸ] γένος ἀσκεῖ, ἡ ἑξῆς, ὅτι ὅταν κάποιος εἶναι δυστυχής, εἶναι πάσχων σὲ μείζονα ἔννοια (μακροχρόνια καὶ τρομακτικά), τότε ἐξασφαλιζόμαστε (ὤ, ἀνθρώπινη συμπόνοια!) ἐξασφαλιζόμαστε ἀπέναντί του, ἐφευρίσκοντας ὅτι τὸ πταῖσμα εἶναι δικό του, εἴτε πὼς εἶναι ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν του ... Ὁλόκληρη ἡ ἰσχυρὰ κοσμικότης δὲν θέλει ἁπλῶς νὰ ἔχει τὰ γήινα ἀγαθά, ἀλλὰ θέλει ἐπιπλέον καὶ νὰ ἐκλεπτύνει τὴν κατοχή τους κατὰ τοῦτο, πὼς εἶναι τάχα τὸ γνώρισμα τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς σχέσεως πρὸς τὸν Θεό”.[233]
Τὸ ἴδιο μὲ ἄλλους ὅρους.
“Ἦταν ἕνας γέροντας ποὺ εἶχε συνεχῶς συμφορὲς καὶ ἀρρώσταινε. Τοῦ συνέβη μιὰ χρονιὰ νὰ μὴν ἔρθει καμμιά συμφορά, καὶ δυσφοροῦσε πάρα πολὺ καὶ ἔκλαιγε, λέγοντας, ‘Μὲ ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς καὶ δὲν μὲ σκέφτηκε’”.[234]
[232] Παπατσώνης, Τέρμα,
εἰς Ἐκλογὴ Α’, Β’, Ἀθήνα 1988, σ. 29.
[233] Κίρκεγκωρ, Ἡ ἐπανάληψη, ὅ.π., σελ. 137-8.
[234] Ἀποφθέγματα γερόντων — ἀνώνυμη συλλογή, ROC, ἀπ. 209.